Monday, January 6, 2014

ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης:

 στις 2 Ιανουαρίου, 2014
1
του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη.

Όπως είναι ευνόητο, η χαρτογράφηση του έργου ποιητών και ποιητριών που είναι ενεργοί και ενεργές έχει πολλές δυσκολίες, ειδικά όταν αποφασίζουμε να απομακρυνθούμε από την πάντα σημαίνουσα κλίμακα της ατομικής περίπτωσης και να αποπειραθούμε μια θέαση πιο εποπτική μα και πιο επιρρεπή στον κίνδυνο της απλουστευτικής γενίκευσης. Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσουμε να περιδιαβούμε τη θεματική που διαπερνά το έργο ποιητριών της Θεσσαλονίκης, με τη δεσμευτική προσημείωση ότι το πορτρέτο αυτό είναι μερικό, γιατί εστιάζεται στο έργο που παράγουν οι ποιήτριες μέλη (μέχρι και τον Οκτώβριο του 2013) της «Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης» (Ε.Λ.Θ.), και πιο συγκεκριμένα οι εξής (αλφαβητικά): Κούλα Αδαλόγλου, Ρούλα Αλαβέρα, Μυρτώ Αναγνωστοπούλου, Μαρία Αρχιμανδρίτου, Μαρία Γούναρη, Ιφιγένεια Διδασκάλου, Καλλιόπη Εξάρχου, Βικτωρία Καπλάνη, Μαρία Καραγιάννη, Μαρία Καρδάτου, Κατερίνα Καριζώνη, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Έλσα Κορνέτη, Άννυ Κουτροκόη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εύα Λιάρου-Αργύρη, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ελένη Μερκενίδου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Σόνια Πυλόρωφ-Σωτηρούδη, Ζωή Σαμαρά, Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Γεωργία Τρούλη και Χαρά Χρηστάρα.[1]
Με αφετηρία το έργο της καστοριανής Ιφιγένειας Διδασκάλου (γενν. 1916), η οποία εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο Άνθινες ώρες το 1958 και το 1997 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στη μακεδονική λαογραφία, θα λέγαμε ότι στη χορεία των ποιητριών της Ε.Λ.Θ. έχουν ενσωματωθεί τέσσερις κύριες γραμματολογικές αρτηρίες:
(α) Η πρώτη χαράσσεται από τις ποιήτριες της αποκαλούμενης Γενιάς του 1960: τη Ρούλα Αλαβέρα, τη Μαρία Καραγιάννη και τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, που εμφανίστηκαν στα γράμματά μας από το 1960 μέχρι και το 1974.[2] Με κριτήριο το έτος γέννησης, στην ίδια Γενιά θα εντάσσονταν η Εύα Λιάρου-Αργύρη, η Ζωή Σαμαρά και η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, αν και ως ποιήτριες εμφανίστηκαν αρκετά όψιμα.
(β) Η δεύτερη αρτηρία προέρχεται από τις ποιήτριες εκείνες που, κατά τους γραμματολόγους, ανήκουν στη Γενιά του 1970.[3] Η Κούλα Αδαλόγλου, η Μαρία Καρδάτου, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα και η Σόνια Πυλόρωφ-Σωτηρούδη εξέδωσαν τις πρώτες τους συλλογές κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά νωρίτερα είχαν εμφανιστεί η Μυρτώ Αναγνωστοπούλου και η Κατερίνα Καριζώνη, ενώ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδωσαν τις πρώτες τους συλλογές η Μαρία Γούναρη και η Άννυ Κουτροκόη.
(γ) Η τρίτη αρτηρία προέρχεται από τη Γενιά του 1980 ή, όπως την έχει βαφτίσει ο γενεαλόγος της Ηλίας Κεφάλας, Γενιά του «ιδιωτικού οράματος» (Κεφάλας, 1989).[4] Η εμφάνιση στον ποιητικό στίβο της Χλόης Κουτσουμπέλη, της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και της Ελένης Μερκενίδου έγινε κατά τη δεκαετία του 1980 και συνέπεσε χρονικά με τη δυναμική είσοδο και την ολοένα πυκνότερη παρουσία της Γενιάς του 1970. Δεν λείπουν πάντως ούτε από αυτήν την ομάδα τα παραδείγματα προγενέστερης εμφάνισης, όπως αυτό της Μαρίας Αρχιμανδρίτου, ή μεταγενέστερης, όπως αυτό της Χαράς Χρηστάρα.
(δ) Οι νεότερες φωνές της Καλλιόπης Εξάρχου, της Βικτωρίας Καπλάνη, της Έλσας Κορνέτη και της Γεωργίας Τρούλη αιμοδοτούν την τέταρτη αρτηρία.[5] Οι ποιήτριες αυτές βρίσκονται στο στάδιο της χάραξης του προσωπικού τους ύφους και, με το εν προόδω έργο τους, αναμφίβολα συν-διαμορφώνουν το σύγχρονο ποιητικό πρόσωπο της πόλης.
Αναμφίβολα, αυτή η γραμματολογική κατάταξη διευκολύνει τις σχηματοποιήσεις, ωστόσο εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι η σημασία που φαίνεται να αποκτά η δεκαετία του 1980 για το μεταπολιτευτικό ποιητικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, γιατί είναι η περίοδος κατά την οποία αυξάνονται τα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων ποιητριών και, κυρίως, γιατί διασταυρώνονται εμφατικά η Γενιά του 1970 και η Γενιά του 1980. Ποιο είναι, λοιπόν, το περιβάλλον το οποίο εξέθρεψε τις δύο αυτές ομάδες ποιητριών της πόλης;
Η πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία 1974-1983 μπορεί για άλλες από τις ποιήτριες να είναι περίοδος της ενηλικίωσης και για άλλες περίοδος της εφηβείας ή της νεότητας, για όλες, όμως, ανεξαιρέτως αποτέλεσε την κρίσιμη παράμετρο που συντέλεσε στην πνευματική διαμόρφωσή τους ή στην ποιητική εκκόλαψή τους, μέσα σε ένα αντιφατικό πολιτικό και κοινωνικό εσωτερικό status, όπως ήταν τελικά αυτό της δεκαετίας του 1980. Την περίοδο που πολλές πολιτικές επιλογές φανέρωναν προοδευτικό προσανατολισμό, όπως η εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, ο θεσμικός εξευρωπαϊσμός της χώρας, ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών, στις παρυφές της εξουσίας οι δυνάμεις που προωθούσαν τις αλλαγές αυτές ακολουθούσαν πρακτικές ουσιαστικά συντηρητικές, παγιώνοντας τις προσωποπαγείς δομές των πολιτικών φορέων και μεταβάλλοντας, σε βάθος χρόνου και υποδόρια όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα, το πολιτικό, πολιτισμικό και αξιακό φορτίο της ελληνικής κοινωνίας.
Στο λογοτεχνικό πεδίο, η πορεία των ποιητριών της Θεσσαλονίκης προς την ωριμότητα, αφενός, συνέπεσε με την καταξίωση του έργου των ποιητών και των ποιητριών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς και με το πρώτο στάδιο μελέτης της Γενιάς του 1960, αφετέρου, διαπλάστηκε καθοριστικά από την πνευματική ζωή της πόλης. Ο εντόπιος αυτός ιστός, διαμορφωμένος από το 1950 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποδείχθηκε για τις ποιήτριες όχι μόνο φιλόξενος αλλά και ουσιαστικά παιδευτικός: Η παρακαταθήκη που είχε κληροδοτήσει η μεσοπολεμική και προπολεμική Θεσσαλονίκη της πρωτοπορίας· η παρουσία στην πόλη του Μανόλη Αναγνωστάκη, οι πρωτοβουλίες του και ο κύκλος φίλων ο οποίος γρήγορα έγινε για τους νεότερους εστία πολιτικής και πολιτισμικής αγωγής σχεδόν επί δύο δεκαετίες· ο καρποφόρος λειμώνας τηςΔιαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου και το φυτώριο της Νέας Πορείας του Τηλέμαχου Αλαβέρα, περιοδικά από τα οποία ξεκίνησαν τη διαδρομή τους οι περισσότερες από τις ποιήτριες της πόλης· αλλά και έντυπα και εκδοτικά σχήματα του τέλους της δεκαετίας του 1980, όπως το Τραμ (της περιόδου 1987-1996), Ο παρατηρητής (1987-2003), το μακρόβιο Εντευκτήριο (1987-), καθώς και οι εκλεκτές εκδόσεις της παρέας των «Χειρογράφων» (1989-1996), συνέβαλαν, στο μέτρο των δυνάμεών τους, στην ανάδειξη του έργου των ποιητριών της Θεσσαλονίκης.
b
Μπορεί κάποιοι από τους κριτικούς να έχουν εκτιμήσει (όχι εσφαλμένα) ότι η ποίηση της Γενιάς του 1980, σε αντίθεση με αυτήν της Γενιάς του 1960 και της Γενιάς του 1970, είναι ένα άθροισμα από ατομικές τροχιές (Χατζηβασιλείου, 2009) ή ότι δεν υπάρχει κοινός μύθος παρά μια διεσταλμένη έκφραση του Εγώ (Κεφάλας, 1989: 23), ωστόσο, τα κύρια θέματα που απασχολούν τις ποιήτριες της Ε.Λ.Θ. μοιάζουν με νήματα που υφαίνουν ένα δίκτυο άρρητης συνομιλίας και άτυπης αλληλεπικοινωνίας: Έρωτας, θάνατος, απώλεια, μνήμη και λήθη, υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και ποιητική τέχνη και γραφή αποτελούν τους πυλώνες εκείνους στους οποίους στηρίζονται άλλοι, μικρότεροι θεματικοί σχηματισμοί. Αυτοί ακριβώς οι σχηματισμοί, σε συνδυασμό με την ιδιοτυπία της ποιητικής έκφρασης, συντελούν στην αναγνώριση της ιδιοφωνίας κάθε γραφής.
Κυρίαρχο θεματικό δίπολο για τις ποιήτριες είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Για πολλές από αυτές, ο έρωτας είναι μια δύναμη εξαγνισμού και απολύτρωσης, σχεδόν εξιδανικευμένη· μια δύναμη που λειτουργεί περίπου ως αντίδοτο στις απονεκρωμένες κοινωνικές σχέσεις. Ποιήματα της Μυρτώς Αναγνωστοπούλου, της Μαρίας Αρχιμανδρίτου, της Άννυς Κουτροκόη αλλά και της νεότερηςΚαλλιόπης Εξάρχου διακηρύσσουν την πίστη τους στην αρχέγονη δύναμη του έρωτα.
Σε άλλες ποιήτριες, η ερωτική γραφή αρθρώνεται μέσα από τις πτυχώσεις του ανθρώπινου σώματος, με έντονα ρεαλιστικούς λεκτικούς χρωματισμούς, ύφος λιτό και ισχυρή εικονοπλαστική δύναμη. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποιητικό υποκείμενο προσλαμβάνει τον έρωτα όχι τόσο ως ατομικό βίωμα όσο ως πλέγμα κοινωνικών ρόλων που ερείδεται σε στερεοτυπικές συμπεριφορές, όπως πολύ χαρακτηριστικά συμβαίνει στα ποιήματα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα. Και εάν η Αλεξάνδρα Μπακονίκα επιμένει με συνέπεια και σθένος να αναμοχλεύει τα δραματικά όρια τής περί σώματος και έρωτος ποιητικής γραφής, η Χλόη Κουτσουμπέλη εκκινεί από τα εφήμερα ερωτικά συναισθήματα και την απονεύρωσή τους για να κατασκευάσει το εναλλακτικό ποιητικό της σύμπαν και η Χαρά Χρηστάρα εξυμνεί με ευαισθησία το ερωτικό σώμα για να δείξει τις ρωγμές και τον κατακερματισμό της ψυχής του ανθρώπου που ζει στις μέρες μας.
Αυτές ακριβώς τις ρωγμές της ανθρώπινης φύσης, τις αντιφάσεις της, τον ψυχικό ακρωτηριασμό της και την υπόρρητη μα βασανιστική αναμέτρηση με όψεις τής νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας ψηλαφεί με το πλούσιο και εύφορο έργο της η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν εξέδωσε την πρώτη της συλλογή Ψυχή και Τέχνη (1961). Στον απόηχο της πολεμικής, εμφυλιακής και πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, η ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου πρωτοστατεί στην ανακίνηση αυτών των ερωτημάτων, ενώ από τη δεκαετία του 1980 επιχειρεί να ακτινογραφήσει τον ανθρώπινο ψυχισμό μέσα από αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε κλίμακα της μικρο-ιστορίας.
Με διαφορετικό τρόπο, τα ερωτήματα αυτά και η αναζήτηση απαντήσεων απασχολούν έντονα την ποίηση της Ζωής Σαμαρά και της Γεωργίας Τρούλη. Τα ποιήματα της Ζωής Σαμαρά συμπλέκουν το παρελθόν με το παρόν και ανάγουν τη φωνή της ποιητικής συνείδησης στη σφαίρα του καθολικού και του πανανθρώπινου, με φορέα κυρίως τον αρχαιοελληνικό μύθο. Στην ποίηση της Γεωργίας Τρούλη, η προσδοκία και η επιθυμία του υποκειμένου για την ανασύσταση της γνησιότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων δεν εκπληρώνονται με πληρότητα ούτε διά της γραφής, καθώς επικυριαρχεί η διάσπαση της ανθρώπινης εσωτερικότητας και της συναισθηματικότητάς της.
Σε αρκετές από τις περιπτώσεις εκείνες που το υποκείμενο βιώνει αυτόν τον κατακερματισμό της υπόστασής του επιζητείται επίμονα αλλά συνηθέστατα μάταια η συγκρότηση ή η επανασυγκρότηση πιο συλλογικών και στέρεων δεσμών είτε με το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον είτε με τον Άλλον ως ερωτικό σύντροφο ή ως κοινωνικό εταίρο. Η μάλλον χαμηλόφωνη ποίηση της Εύας Αργύρη-Λιάρου υποβάλλει αυτήν ακριβώς την ανάγκη, ενώ μια από τις κύριες θεματικές συνιστώσες του έργου της Κατερίνας Καριζώνη είναι η αδυναμία του υποκειμένου να προσδιορίσει την ταυτότητά του, καθώς μετεωρίζεται αδιάκοπα ανάμεσα σε ένα οριστικά χαμένο παρελθόν και σε ένα αγχωτικό παρόν. Και αν στα ποιήματα της Κατερίνας Καριζώνη η ανακούφιση φαίνεται να επέρχεται με την αφήγηση ενός λόγου προσωπικής παραμυθίας, στην ποίηση τηςΈλσας Κορνέτη ο αναπροσδιορισμός της ταυτότητας ακυρώνεται και η εστία, ακόμα και αν πρόκειται για το κοινωνικό πρωτοκύτταρο της οικογένειας, παραμένει ελλείπουσα.
Η αίσθηση της έλλειψης, ειδικότερα της στέρησης αγαπημένων προσώπων, βιώνεται από τις ποιήτριες τις περισσότερες φορές ως μια αβάστακτη απώλεια, ειδικά όταν αυτή απολήγει ή οφείλεται στον θάνατο, όπως στην ποίηση της Μαρίας Γούναρη, η οποία έχει συγκεντρώσει το έργο της σε δύο ενότητες (Τριλογία και Συλλογές). Ωστόσο, ο λόγος δεν είναι τόσο αυτός της οιμωγής ή της σπαρακτικής ελεγείας, γιατί η ποίηση καθίσταται για το υποκείμενο ένα προνομιακό πεδίο, όπου διαλέγεται με τον εαυτό του για τα όρια της οικείωσής του με τις ιδέες του θανάτου, της οριστικής απώλειας και της φθοράς. Τα ποιήματα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδουαποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα αυθεντικού λόγου ως αντίδοτο στην απώλεια, που μπορεί να εκπηγάζει από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου αλλά εκτείνεται ανυσματικά μέχρι και τη συνειδητοποίηση της αδυσώπητης επενέργειας του χρόνου πάνω στην ανθρώπινη φύση και ζωή. Η σκληρή αυτή αναμέτρηση με την απώλεια και με την επικυριαρχία του χρόνου βρίσκει, όμως, και άλλες διεξόδους: Στην ποίηση της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου ο ήπια λυρικός ποιητικός λόγος διασώζει τις λεπτές ανθρώπινες συγκινήσεις από τον πλήρη αποχρωματισμό που ο χρόνος και η λήθη επισυσσωρεύουν· στα ποιήματα της Ελένης Μερκενίδου, η κλίμακα του ποιητικού λόγου ανυψώνεται στην κλίμακα της φιλοσοφικής ενατένισης, ενώ στα ποιήματα της Βικτωρίας Καπλάνηο λόγος εις εαυτόν απογυμνώνεται για να αποστάξει τον οριστικά απωλεσθέντα χρόνο, χωρίς να μετατρέπεται σε αυτό που ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα χαρακτήριζε «ποιητικίζουσα φιλοσοφία».
Έρωτας, θάνατος, απώλεια, ψυχική και υπαρξιακή ενδοχώρα μπορεί να είναι, λοιπόν, ορισμένα από τα κύρια θεματικά κέντρα αλλά εξίσου κομβικός είναι και ο θεματικός πυρήνας που εκπορεύεται από τη συνομιλία της ποίησης με την ιστορική αναφορικότητά της. Καθώς η σχέση των ποιητριών με την Ιστορία και με την πολιτική δεν εδράζεται στη βάση της ιδεολογικής στράτευσης ή ένταξης, η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα εκλαμβάνεται συχνά ως ένα πλέγμα υποκειμενικών βιωμάτων με έντονα δραματικά συστατικά, τα οποία επιτείνουν τη διάθεση της φυγής και επιτάσσουν την αναζήτηση ενός φαντασιακού ή άλλου χώρου πιθανής λύτρωσης. Υπό αυτήν την έννοια, ο διάλογος με την ιστορική εμπειρία και το βίωμα, αν δεν είναι άμεσος, είναι τουλάχιστον έμμεσος, και πάντως κάθε άλλο παρά αφανής.
Για τη Ρούλα Αλαβέρα, που εξέδωσε την πρώτη της συλλογή με τίτλο Πέρασμα το 1964, οι ανεξερεύνητες όψεις της γλώσσας και οι ανεκδήλωτες ίσως σημασίες της εγκιβωτίζουν τις δυνάμεις ανασύνταξης του κόσμου και της άκαμπτης πραγματικότητας που τον περιβάλλει. ΗΜαρία Καραγιάννη, από την άλλη, που εξέδωσε την πρώτη της συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας το 1973, αναμετράται με την πραγματικότητα της εποχής της με εκφραστική τόλμη που σε κάποιο βαθμό θυμίζει τη σαχτουρική ποιητική: εικόνες αποσπασματικές, ποιητικό σύμπαν εφιαλτικό, το παράλογο να έχει εισχωρήσει απειλητικά στη ζώνη της καθημερινότητας και το υποκείμενο να επιζητά την καταβύθιση και την επιστροφή σε μια πρωτο-ζωική κατάσταση. Ο μάλλον ζοφερός αυτός κόσμος της Μαρίας Καραγιάννη κάνει το υποκείμενο να ασφυκτιά, γι’ αυτό και η λύτρωσή του θα μπορούσε να έρθει από την ίδια τη φύση του και τη δύναμή του να δημιουργήσει τον ιδιωτικό και φαντασιακό χώρο, όπως διαβάζει κανείς σε ποιήματα συλλογών τηςΣόνιας Πυλόρωφ-Σωτηρούδη, τόσο της νεότητας (λ.χ. Ποιήματα του ’83 ή Ποιήματα του ’84) όσο και της ωριμότητας (λ.χ., Αποσπερίσματα, 1997, Από άλλη αλφαβήτα, 1999).
Ο κύκλος της αυτοαναφορικότητας, με θέματα την ίδια την ποίηση, τον ποιητή και την ποιητική γλώσσα είναι εξίσου ισχυρός και αρκετά πιο ομοιογενής, συγκριτικά με τις άλλες θεματικές περιοχές που είδαμε ώς τώρα. Με την πεποίθηση ότι ο ποιητικός λόγος μπορεί να εκφράσει το ανείπωτο και το άρρητο, οι ποιήτριες της Ε.Λ.Θ. φαίνεται να έλκονται από μια ρομαντική ή και ρομαντικογενή φλέβα της ελληνικής παραδοσιακής και νεωτερικής ποίησης που αποδίδει περίπου μυστικιστικές ιδιότητες στη γλώσσα και στον ποιητή. Έτσι, δεν είναι μόνον η ποίηση της Ρούλας Αλαβέρα που επιχειρεί να διανοίξει τα όρια της γλώσσας και της σημασιοδότησης του κόσμου· και τα ποιήματα της Μαρίας Καρδάτου, χωρίς εξάρσεις ή περιττές ρητορικές ανυψώσεις, επιχειρούν να διασπάσουν το τείχος της απομόνωσης του ποιητή και να κοινωνήσουν την αγωνία μήπως οι χώροι διαφυγής του, που είναι η φαντασία και το όνειρο, εκπέσουν εξαιτίας του θανάτου και της φθοράς. Παρά τις έντονες αμφιβολίες της για την επάρκεια του ποιητικού λόγου, η Κούλα Αδαλόγλου δείχνει να εμπιστεύεται τελικά στην ποιητική γραφή την ανάγκη της να μιλήσει εξομολογητικά για τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα, για την ατελή ανθρώπινη επικοινωνία, για τις ακυρωμένες επιθυμίες, για την ανομοιογενή ανθρώπινη φύση και τα παράγωγά της, ακόμα και αν πρέπει να αγγίξει τα όρια του αυτοσαρκασμού. Τους φόβους της για το ακατάληπτο και το αμετάδοτο του ποιητικού λόγου εκφράζει σε πολλά ποιήματά της και η Μαρία Καραγιάννη, συχνά μάλιστα μέσα από τη βασανιστική ακροβασία μεταξύ λόγου και σιωπής, που αποτελεί και ένα μείζον θέμα στο έργο πολλών ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς.
b
Σήμερα, τριάντα (και πλέον) χρόνια μετά την εκδοτική ανθοφορία της δεκαετίας του 1980, οι ποιήτριες συνεχίζουν να είναι δημιουργικές· να εκδίδουν μεμονωμένες ή και συγκεντρωτικές συλλογές· να εκδίδουν ανθολογήσεις, όπως αυτή που επιμελήθηκε η Κατερίνα Καριζώνη με τίτλοΤο θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη (Καριζώνη, 2007).[6] Όλες, σχεδόν, συνεχίζουν να δημοσιεύουν ποιήματά τους σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα· να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις αφιερωμένες στο έργο τους· να αναζητούν σύγχρονους τρόπους να κοινωνήσουν τον ποιητικό λόγο δηλώνοντας το παρών τους στον ψηφιακό κόσμο· να μιλούν, όταν νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν, με ήθος και χωρίς αμετροέπεια για την ποίηση των ομοτέχνων τους ή με αγωνία αλλά χωρίς κραυγές για το μέλλον της ποίησης και του βιβλίου. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι το κείμενο αυτό, παρά τα πολλά και ανοιχτά ζητήματα που αφήνει στο περιθώριό του, είναι μια απόπειρα αναγνώρισης αυτής της πνευματικής κατάθεσης που είναι ακόμα εν εξελίξει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αράγης, 1994
Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή», στο Ανέστης Ευαγγέλου, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη: 23-57.
Γαραντούδης, 1998
Ευριπίδης Γαραντούδης, «Επίμετρο. Η νεότερη ελληνική ποίηση (1980-1997)», στο Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης (1980-1997). Οι στιγμές του νόστου, Νεφέλη, Αθήνα: 191-298.
Γαραντούδης, 2008
Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια – ανθολόγηση), Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008.
Ευαγγέλου, 1994
Ανέστης Ευαγγέλου, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.
Καριζώνη, 2007
Κατερίνα Καριζώνη (ανθολόγηση – επιμέλεια), Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη(πρόλογος: Μαρία Αρχιμανδρίτου), Ερωδιός, Θεσσαλονίκη.
Κεφάλας, 1989
Ηλίας Κεφάλας, Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Η δεκαετία του 1980. (Ιδιωτικό Όραμα), «Νέα Σύνορα» Λιβάνης, Αθήνα.
Κωσταβάρα, 2002
Αγγελική Κωσταβάρα, «Η γεωμετρία μιας αθέατης γωνίας», στο Κώστας Κρεμμυδάς (επιμ.),Ανθολογία ποίησης της γενιάς του ’90. Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς, Μανδραγόρας, Αθήνα: 11-21.
Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2012
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η μεταπολεμική μας ποίηση (Από την ήττα της ηθικής συνείδησης στην υπαρξιακή αγωνία)», στο: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Ανθολόγηση – Επιμέλεια), Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας). Τόμος Γ΄ (1940-1970), Κότινος, Αθήνα: 11-25.
Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2013
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Από τη γενιά της άρνησης στη γενιά της διαδικτυακής μοναξιάς», στο: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Ανθολόγηση – Επιμέλεια), Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας). Τόμος Δ΄ (1970-2000), Κότινος, Αθήνα: 11-29.
Χατζηβασιλείου, 2009
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η Γενιά του 1970: Από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας», περ. Απηλιώτης (Απρ. 2009) =http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=134&A=72 [ημερομηνία πρόσβασης: 13/10/2103].



* Κείμενο ομιλίας στο πλαίσιο εκδήλωσης που οργάνωσε η «Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης» (Ε.Λ.Θ.) στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Θεσσαλονίκης (14.10.2013), με θέμα: «Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης σήμερα».
[1] Με εξαίρεση τη Μαρία Γούναρη, την Ιφιγένεια Διδασκάλου και τη Σόνια Πυλόρωφ-Σωτηρούδη, για τις υπόλοιπες ποιήτριες επικαιροποιημένα βιο-εργογραφικά στοιχεία έχουν αναρτηθεί στην ηλεκτρονική βάση τού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (www.biblionet.gr). Βιο-εργογραφικά στοιχεία για τα μέλη υπήρχαν και στην ιστοσελίδα της Ε.Λ.Θ. (www.elth.org), η οποία φιλοξενούσε όλη τη δράση και την εκδοτική παραγωγή της Ε.Λ.Θ.· η ιστοσελίδα παρέμενε ενεργή μέχρι και τον Νοέμβριο του 2013, οπότε και οικονομικοί λόγοι επέβαλαν την προσωρινή (ελπίζουμε) αναστολή της λειτουργίας της.
[2] Στην εισαγωγή που προτάσσεται της ανθολογίας τού Ανέστη Ευαγγέλου, ο Γιώργος Αράγης οριοθετεί με σαφήνεια τη γραμματολογική περιοχή και εξετάζει για πρώτη φορά συστηματικά τα χαρακτηριστικά της ποιητικής Γενιάς του 1960 ή αλλιώς Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς (Αράγης, 1994: 23-57). Αρκετά χρόνια αργότερα, στο εισαγωγικό σημείωμα του τρίτου τόμου της δικής τους ανθολογίας, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου θα συμπυκνώσουν την ποιητική φυσιογνωμία της Γενιάς του 1960, σημειώνοντας ότι οι ποιητές της «καταθέτουν και εκφράζουν, βιωματικότερα και συνεπώς, αμεσότερα, τις κοινωνικές και ιδεολογικές ζυμώσεις και μεταλλάξεις της δεκαετίας [του ’60]» (Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2012: 23).
[3] Η Γενιά αυτή, που περιλαμβάνει ποιητές και ποιήτριες που γεννήθηκαν μεταξύ 1943 και 1955, συνδέθηκε από κριτικούς και γραμματολόγους με τον Μάη του ’68, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε αρχικά Γενιά του αντικομφορμισμού και Γενιά της αμφισβήτησης. Όπως πειστικά κατέδειξε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ωστόσο, δεν θα πρέπει να προεξοφλούμε ότι οι σχέσεις της Γενιάς με το πολιτικό και ιδεολογικό πλέγμα του γαλλικού Μάη του ’68 είναι τόσο ευθείες όσο αρχικά είχε εκτιμηθεί ούτε και τόσο στενές, γιατί η ποιητική της Γενιάς γρήγορα προσανατολίστηκε προς μια κατεύθυνση περισσότερο ενδοσκοπική (Χατζηβασιλείου, 2009).
Αυτή ακριβώς η συνθήκη ανάγνωσης της διαδρομής που ακολούθησε η ποιητική παραγωγή των ποιητών και των ποιητριών της Γενιάς έστρεψε πολλούς μελετητές τελικά στην πιο ουδέτερη επιλογή Γενιά του 1970, την οποία φαίνεται να προτιμούν ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, στο μελέτημά τους «Από τη γενιά της άρνησης στη γενιά της διαδικτυακής μοναξιάς» (Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου 2013: 11-18). Το μελέτημα αυτό, που εισάγει τον αναγνώστη στον τέταρτο τόμο της Ανθολογίας τους (1970-2000), αποτελεί μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση της ποιητικής παραγωγής των τελευταίων ετών, παρά τις δυσκολίες που εύλογα έχει ένα τέτοιο εγχείρημα (ή ακόμα και τις επιφυλάξεις που μπορεί να εγείρει).
[4] Στην ανθολογία του, ο πολυσχιδής Ηλίας Κεφάλας περιλαμβάνει τους ποιητές εκείνους που, γεννημένοι μεταξύ 1956 και 1967, άρχισαν να εκδίδουν τα ποιήματά τους λίγο πριν και κατά τη δεκαετία του 1980. Ο ανθολόγος διερευνά τα αισθητικά και θεματικά χαρακτηριστικά της Γενιάς και συμπεραίνει ότι η ποίησή της «παρουσιάζει αξιοσημείωτα στοιχεία κοινωνικής κριτικής και κριτικής μελέτης της ιστορίας», καθώς και ότι οι περισσότεροι ποιητές της Γενιάς του 1980 «συγγενεύουν εκφραστικά» με τους ποιητές της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς (Κεφάλας, 1989: 32, 35). Τον ιδιότυπο διάλογο των ποιητών αυτών με το κοινωνικό γίγνεσθαι διαγιγνώσκουν και οι Κώστας Γ. Παπαγεωργίου και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, οι οποίοι μάλιστα ανάγουν αυτό το στοιχείο σε συστατικό ταυτότητας της Γενιάς· γράφουν συγκεκριμένα: «αρθρώνεται ένας διαφορετικός ποιητικός λόγος, ένας λόγος ιδιότυπα εσωστρεφής, επειδή, παρά την εσωστρέφειά του, δεν ακούγεται εντελώς αδιάφορος για τα κοινωνικά τεκταινόμενα, απεναντίας μοιάζει να έχει επηρεαστεί από έναν περιρρέοντα και κάπως απροσδιόριστο κοινωνικό προβληματισμό […]» (Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2013: 21).
[5] Το πρώτο συνθετικό και ταυτόχρονα εποπτικό μελέτημα που διαθέτουμε για την ποίηση των ετών 1980-1997 και για τον συναφή με αυτήν κριτικό λόγο είναι η σημαντική εργασία του Ευριπίδη Γαραντούδη «Επίμετρο. Η νεότερη ελληνική ποίηση (1980-1997)» (Γαραντούδης, 1998: 191-298). Λίγα χρόνια αργότερα, το 2002, η Αγγελική Κωσταβάρα, αναφερόμενη στη Γενιά του 1990, κάνει λόγο για «διάσπαρτες και μοναχικές» ποιητικές παρουσίες, οι οποίες επιλέγουν τη στάση του «αθέατου παρατηρητή» και την απόσταση, για να έχουν έτσι «ευρύτερο εποπτικό ορίζοντα» (Κωσταβάρα, 2002: 13, 14-15). Στην εισαγωγή του τέταρτου τόμου της Ανθολογίας τους, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου κάνουν λόγο για ποιητές «της δεκαετίας του ’90», γεννημένους στην πλειονότητά τους γύρω στα 1970, η ποίηση των οποίων δεν έχει εμφανή πρότυπα αλλά συγκλίνει στην καταβύθιση στον ποιητικό εαυτό και σε περιοχές ξένες ή και «εχθρικές προς την ποίηση» (Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2013: 26-27).
[6] Στην ανθολογία της Κατερίνας Καριζώνη συμπεριλαμβάνονται συνολικά δεκαέξι ποιήτριες που είναι σήμερα μέλη της Ε.Λ.Θ. (αλφαβητικά): Ρούλα Αλαβέρα, Μυρτώ Αναγνωστοπούλου, Μαρία Αρχιμανδρίτου, Μαρία Καραγιάννη, Μαρία Καρδάτου, Κατερίνα Καριζώνη, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Άννυ Κουτροκόη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εύα Λιάρου-Αργύρη, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ελένη Μερκενίδου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ζωή Σαμαρά, Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου και Χαρά Χρηστάρα. Σε άλλες ανθολογίες, έχουν επιλεγεί ποιήματα της Μαρίας Καραγιάννη (Ευαγγέλου, 1994: 555-565· Γαραντούδης, 2008: 396, 482), της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (Ευαγγέλου, 1994: 407-416· Γαραντούδης, 2008: 398, 467, 517, 645· Παπαγεωργίου – Χατζηβασιλείου, 2012: 379-383), της Ελένης Μερκενίδου και της Χαράς Χρηστάρα (Κεφάλας, 1989: 133-138 και 223-227, αντίστοιχα).

No comments: