To θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη
Ανθολόγηση – επιμέλεια: Κατερίνα Καριζώνη
Πρόλογος: Μαρία Αρχιμανδρίτου
Εκδ. «Ερωδιός», Θεσσαλονίκη 2007
Δεν σας κρύβω ότι αισθάνθηκα κάπως αμήχανα όταν μου προτάθηκε να παρουσιάσω Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη, ανθολογία που επιμελήθηκε η Κατερίνα Καριζώνη και προλογίζει η Μαρία Αρχιμανδρίτου. Όχι γιατί επρόκειτο για γυναίκες, αφού τις περισσότερες από τις 23 ποιήτριες που περιλαμβάνονται στην ανθολογία τις γνωρίζω προσωπικα, αλλά γιατί κάθε φορά που γίνεται αυτός ο «φυλετικός διαχωρισμός», θηλυκό ή αρσενικό πρόσωπο της ποίησης, τίθεται αυτόματα και το πολυσυζητημένο θέμα της γυναικείας γραφής, η οποία δεν με έχει πείσει για την ύπαρξή της και εξηγούμαι.
Βρίσκω κατ’αρχήν τον όρο «γυναικεία γραφή» θολό και «ύπουλο», αφού υποδηλώνει έναν αντεστραμμένο σεξισμό. Και δεν το ισχυρίζομαι αυτό γιατί ανήκω στο άλλο φύλο, αλλά γιατί συμμερίζομαι την άποψη πολλών γυναικών συγγραφέων, όπως της Simone de Beauvoir, της Marguerite Yourcenar, της Nathalie Sarraute, της Catherine Clément, της Lucette Finas, της Julia Kristeva που αμφιβάλλουν για την ύπαρξη φύλου στη γραφή και διαμαρτύρονται όταν τις κατατάσσουν στη λίστα με τις ομόφυλές τους, θεωρώντας πως υποτιμάται ένα έργο αν κριθεί ως γυναικείο ή θηλυκό, γιατί περιορίζεται στην επικράτεια της γυναικείας σφαίρας, στον «ιό της ευαισθησίας», όπως εύστοχα το έχει επισημάνει η Μargaret Atwood. Αντίθετα, υπάρχουν άλλες γυναίκες συγγραφείς όπως η Hélène Cixous, η Luce Irigaray, η Claudine Herrmann, η Xavière Gauthier, η Marguerite Duras, η Chantal Chawaf, η Madeleine Gagnon, η Annie Leclerc που επιμένουν στην ύπαρξη της γυναικείας γραφής την οποία προσδιορίζουν μέσω μιας απλής δυναμικής θεματικής και μέσω αυτής διακρίνουν μια διαφορά μεταξύ του αντρικού και γυναικείου λόγου.
Φυσικά, υπάρχουν και πολλοί άντρες συγγραφείς που διεκδικούν για τον εαυτό τους, μια γυναικεία πλευρά την οποία επιστρατεύονται όταν γράφουν, εμπλουτίζοντας τα γραπτά τους και έτσι στερούνται των δυνατοτήτων και των ευκολιών που τους παρέχει το φύλο τους[1].
Παρά το γεγονός ότι το θέμα της γυναικείας γραφής έχει συζητηθεί και αναλυθεί εκτεταμένα από θεωρητικούς και ειδικούς, εξακολουθεί να παραμένει συγκεχυμένο κι αυτό οφείλεται, νομίζω, στο γεγονός πως όταν τίθεται το ερώτημα της σχέσης της γυναίκας με τη γραφή δεν γίνονται οι κατάλληλες διεργασίες που θα μας οδηγούσαν στο να υιοθετήσουμε αυτή τη θέση. Λησμονούμε ότι και οι γυναίκες συγγραφείς είναι αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, είτε αποδέχονται την επίδραση του φύλου τους είτε όχι, και ότι όπως όλοι οι δημιουργοί κατά τη διαδικασία παραγωγής των βιβλίων τους, έτσι κι αυτές κοπιάζουν, αλλάζουν με το χρόνο και πολλές φορές επαναπροσδιορίζονται. Προσωπικά, από τις μέχρι τώρα αναγνώσεις μου, όταν αναφέρομαι στο θέμα της γυναικείας γραφής, σκέφτομαι περισσότερο τη σχέση του δημιουργού μπρος σ’ένα απαιτητικό έργο. Και πιστεύω πως μόνο κάτω απ’ αυτό το πρίσμα το θέμα της φυλετικής διαφοράς αποκτά ενδιαφέρον. Ο δημιουργός, άντρας ή γυναίκα, δεν σκέφτεται εκ των προτέρων αν το έργο του θα έχει τη δύναμη να επηρεάσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και να συγκινήσει, αλλά εάν αυτός ή αυτή έχει τη δύναμη να ενδώσει σε μια δύναμη καταλυτική καθώς και στην επώδυνη και επίπονη διαδικασία που προϋποθέτει.
Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει και προϋποθέτει επίσης την απαλλαγή του από τα στερεότυπα εκείνα που καταστέλλουν τη δημιουργικότητα και συχνά αποδυναμώνουν και αφοπλίζουν την εμπλοκή του σ’αυτή την επίπονη προσπάθεια. Εκεί λοιπόν εντοπίζεται το πρόβλημα που δε διαφέρει και πολύ από αυτό που είχε επισημάνει η Virnginia Woolf στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν μιλούσε για τον εσωτερικό λογοκριτή που καταστέλλει τη γυναικεία δημιουργικότητα, ονομάζοντάς τον «άγγελο του σπιτιού». Δηλαδή, ο συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα, θα μπορέσει να ξεπεράσει τις αναστολές και τους περιορισμούς του φύλου του[2], το οποίο ενισχύεται ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας γράφοντας βρεθεί αντιμέτωπος ή αντιμέτωπη με επώδυνες τραυματικές αλήθειες. Εάν δεν το κατορθώσει αυτό, τότε η γραφή δεν θα μπορέσει να μεταδώσει το πρωτογενές αίσθημα και θα παραμείνει στείρα και στεγνή.
Δεν αναφέρω περισσότερα, γιατί υπάρχουν πολλά έργα στα οποία τα στερεότυπα αναπαράγονται και είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι ρόλοι του άντρα ή της γυναίκας συγγραφέως και πώς αυτοί έχουν περάσει στην κοινή συνείδηση. Το προσωπικό συμπέρασμα είναι πως οι γυναίκες δημιουργοί έχουν πλήρως εναρμονιστεί με τον ρόλο τους. Και το λέω αυτό γιατί η γλώσσα που είναι φορέας αξιών, θέσεων, σχέσεων με τις εικόνες και τους συνειρμούς της είναι και ένα μέσον επαφής με άλλες διαστάσεις της πραγματικότητας που οι γυναίκες δημιουργοί έχουν απόλυτα προσεγγίσει. Η γλώσσα είναι το μέσον με το οποίο αποκτούν πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο, αλλά και με τον κόσμο της γραφής που γίνεται μέσο διείσδυσης σ’έναν χώρο, όπου διαστέλλεται η εμπειρία και διευρύνεται η συνείδηση.
Σ’αυτόν τον ειδικό χώρο, η γλώσσα μεταφέρει ταμπού, τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, όλους τους περιορισμούς της εκπαίδευσης, και γενικότερα μεταφέρει, μνήμες, διαστρεβλωμένες ιδέες, αλλά και τις εμπειρίες του σώματός μας. Και στο σημείο αυτό οι εμπειρίες του γυναικείου σώματος ή της γυναικείας ψυχής δεν έχουν ακόμη διατυπωθεί επαρκώς, υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν ακόμα κατανομαστεί από τις γυναίκες.
Συχνά μια γυναίκα βλέπει πράγματα που δεν προσέχει ένας άντρας ή ακούει και βλέπει λεπτομέρειες που δεν γίνονται αντιληπτές από αυτόν, κι αυτό μπορεί να σχετίζεται με το περιβάλλον, την ανατροφή αλλά και με τις γενετικές διαφορές, Αυτό το άλλο μάτι ή αυτί, μπορεί να παραγάγει ένα διαφορετικό είδος γραφής και φόρμας. Προσωπικά δεν ένιωσα ποτέ πως η γλώσσα που χρησιμοποιώ περιορίζει την έκφρασή μου, αλλά συνειδητοποίησα πολλές φορές πως δεν έχω πάντα αρκετή τόλμη να εκτεθώ. Δεν τολμώ πάντοτε να δώσω στη φωνή μου την απόλυτη έκφρασή της, και πιστεύω πως η έννοια της γραφής ως ψυχοσωματικής έκφρασης, πρέπει σε κάποιο επίπεδο να είναι σημαντική[3].
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός θεωριών για τη σχέση ανάμεσα στο φύλο και τη γραφή, και δεν προτίθεμαι να τις αναφέρω εδώ. Πολλές από αυτές επαναλαμβάνουν τα ίδια πράγματα και δανείζονται άμεσα ή έμμεσα πληροφορίες από την ψυχανάλυση. Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως δεν έχουμε ακόμη επεξεργαστεί επαρκώς αυτό το θέμα, η φαντασία μας δεν έχει απόλυτα απελευθερωθεί και παραμένουμε ακόμα δέσμιοι των προκαταλήψεών μας.
Οι γυναίκες, περισσότερο από τους άντρες, έχουν συνηθίσει να ρίχνουν τις ευθύνες στους άλλους για τα απραγματοποίητα όνειρά τους. Κατηγορούν τους γονείς, την εκπαίδευση, την τύχη και σπάνια αναφέρουν τη δική τους ανασταλτικότητα και αναβλητικότητα. Γι αυτή τους τη στάση συχνά ευθύνεται ο φόβος της ίδιας τους της δύναμης.
Στο σημείο αυτό, η γραφή εμφανίζεται σαν μια επιπλέον διαδρομή αυτοεξερεύνησης, σαν μια συνάντηση με τον άνθρωπο που έγινε ο εαυτός τους. Και η γλώσσα από στοιχείο υποταγής αναδεικνύεται σε μέσο απελευθέρωσης.
Αν αναφέρθηκα κάπως εκτεταμένα στη λεγόμενη «γυναικεία γραφή» - στην ουσία ούτε καν άγγιξα το όλο ζήτημα[4], το έκανα περισσότερο για να τονίσω ότι η ανθολογία αυτή που περιλαμβάνει 23 αξιόλογες ποιήτριες, δε στοχεύει, παρά τον τίτλο της, στην ανάδειξη της γυναικείας γραφής σαν μια γραφή ξεχωριστή, αλλά στο να τονίσει την προσφορά των ποιητριών στο ιστορικό ποιητικό γίγνεσθαι της πόλης.
Κι αυτό υπογραμμίζεται από την πρώτη φράση του Προλόγου της παρούσας Ανθολογίας: «Ο στίχος είναι έκρηξη της σκέψης. Θηλυκή; Ο στίχος είναι έκπληξη της σκέψης. Χωρίς φύλο. Αν η λέξη αποκτά έμφυλη ταυτότητα τούτο συμβαίνει μόνο στο χώρο του κοινωνικού προσδιορισμού της χρήσης του. Η λέξη κείτεται στο λεξικό ουδέτερα». Έτσι οι 23 ποιήτριες εμφανίζονται σαν ένας εμπλουτισμός καινούργιων φωνών στις ήδη προϋπάρχουσες της λογοτεχνικής φυσιογνωμίας της πόλης αν και «στη μεγάλη τους πλειοψηφία (οι 23 ποιήτριες) εσωτερικεύουν τον οικείο αστικό χώρο και τη μυθολογία του με έμμεσο και συγκαλυμένο τρόπο και τον μετατρέπουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο μετουσίωσης σε προσωπικό ύφος και στυλ», ισχυρίζονται οι δύο υπεύθυνες της ανθολογίας αυτής.
Από τις 23 ποιήτριες που η καθεμία παραθέτει τρία ποιήματα, ως δείγμα γραφής και εξέλιξής, οι τέσσερις δεν ζουν πια, αλλά το έργο τους σημάδεψε το ποιητικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, και εννοώ το ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, της Χρυσάνθης Ζιτσαία και της Ρωξάνης Παυλέα.................................
[1] Τα συνηθισμένα χαρακτηριστικά είναι η ευκολότερη πρόσβαση σε πολύπλοκα και δυσερμήνευτα συναισθήματα, λεπταίσθητες αισθητηριακές προσλήψεις και την καλώς εννοούμενη ευαισθησία που θα μπορούσε να προσδώσει στο γραπτό τους βάθος, πολυφωνία, πλήθος εναλλακτικών εκδοχών και πολύπλευρη οπτική.
[2] Άλλοι το ονόμασαν συγγραφικό μπλοκάρισμα.
[3] Η γραφή καθρεφτίζει τις μεταβολές, τη ρευστότητα, τα σημεία καμπής, τα όρια. Αποκτούμε συνείδηση αυτών των στιγμών όταν ανακαλούμε έκρυθμες στιγμές κρίσης, σοκ, αλλαγών. Είναι π.χ. η κρίση της ενηλικίωσης πολύ διαφορετική στις γυναίκες απ' ό,τι στους άντρες, τα τραύματα εμφανίζονται διαφορετικά; Σίγουρα οι προσδοκίες οι οποίες συνοδεύουν αυτές τις στιγμές είναι διαφορετικές και χρονολογικά. Αυτό, κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο, πρέπει να συνδέεται με τη σχέση ανάμεσα στο σώμα και στην λειτουργία του υποσυνειδήτου.
[4] Και περίπλοκο είναι και έχει να κάνει με ένα ιδιοσυγκρασιακό συνοθύλευμα που ορίζεται κάθε φορά ξεχωριστά σε κάθε άτομο, και ανεξαρτήτως φύλου, από την κατανομή των «γυναικείων» και «ανδρικών» χαρακτηριστικών (όπως ορίζονται από τη βιολογία και τη νευροφυσιολογία).
No comments:
Post a Comment