Monday, December 24, 2007

Ένα παραμύθι μου χαρισμένο στους φίλους της μπλογκόσφαιρας για τα Χριστούγεννα

Τα παιδιά του φεγγαριού
-------------------------------
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα καλό , αλλά λίγο αλλοπαρμένο παλικάρι που το λέγαν Σίμο. Ζούσε μαζί με τη μάνα του και τον πατέρα του σε μια χώρα κοντά στην άκρη του κόσμου .Τότε ακόμη οι άνθρωποι δεν γνώριζαν την ποίηση. Ο πατέρας του Σίμου ήταν κηπουρός , αλλά ο κήπος του ήταν τόσο μικρός που δεν έφτανε για να ζήσουν και οι τρεις τους. ΄Ετσι μια μέρα, αποφάσισε να στείλει το γιο του να δουλέψει. Ο Σίμος έπιασε στην αρχή δουλειά σ΄έναν φούρνο. Απ΄την αφηρημάδα του όμως έκαψε όλα τα ψωμιά κι ο φούρναρης τον έδιωξε αμέσως. Μετά από λίγο καιρό δοκίμασε να δουλέψει σ΄ένα μαγειρείο , βοηθός μάγειρα. Αλλά κι εκεί έκανε τα ίδια.Αντί να ρίχνει αλάτι στα φαγητά έριχνε ζάχαρη , αντί να βάζει λάδι , έβαζε ξύδι κι αντί να βάζει πιπέρι έβαζε καφέ.Μέσα σε λίγες μέρες έφυγαν όλοι οι πελάτες του μαγειρείου και μαζί τους έφυγε και ο Σίμος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και δοκίμασε πάλι την τύχη του σ΄ένα μπακάλικο. Αλλά κι εκεί δεν κατάλαβε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει , κι αντί να πουλάει τα τρόφιμα , τα χάριζε στον κόσμο. Ο μπακάλης πήγε να σκάσει από το κακό του .Τον έδιωξε , αφού του' δωσε πρώτα ένα χέρι ξύλο.
Για να μην σας τα πολυλογώ αυτό γινόταν συνε΄χως. Το φεγγάρι που τα έβλεπε όλα αυτά , τον λυπήθηκε. λ Εσκυψε λοιπόν ένα βράδυ πάνω απ΄το προσκεφάλι του και του ψιθύρισε:
-Σίμο, ξύπνα.
-Ποιός με φωνάζει;
-Το φεγγάρι . Θέλω να σε βοηθήσω να πετύχεις στη ζωή σου.
-Αυτό είναι μάλλον δύσκολο, απάντησε ο Σίμος πικραμένος .
-΄Εχω έναν τρόπο , του είπε με κέφι το φεγγάρι .......Λοιπόν , πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε αυτά που θα σου πω.
Ο Σίμος πήρε χαρτί και μολύβι και το φεγγάρι άρχισε να του υπαγορεύει ποιήματα. Ο δύστυχος νεαρός δεν ήξερε τι είναι τα ποιήματα, γιατί , όπως σας είπα , ο κόσμος τότε δεν γνώριζε την ποίηση.
-Μ΄αυτά θα κάνεις την τύχη σου , του εξήγησε το φεγγάρι , όταν τελείωσε. Και τώρα κάνε μου κι εσύ μια χάρη.
-Βεβαίως, ό,τι θέλεις.
-Θέλω να μου δώσεις τη μισή σου καρδιά.
Ο Σίμος παραξενεύτηκε , αλλά χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έκοψε τη μισή του καρδιά και του την έδωσε. Και την άλλη μέρα σηκώθηκε χαρούμενος , πήρε τα ποιήματα του φεγγαριού , έβαλε το σακάκι του και ξεκίνησε για την αγορά. Εκεί , στάθηκε σε μια γωνιά κι άρχισε να τα διαλαλεί.
-Πάρτε ποιήματα , καλά ποιήματα.
Ο κόσμος μαζεύτηκε παραξενεμένος και τα κοίταζε.
-Σε τι χρησιμευουν αυτά ; τον ρωτούσαν .Όμψς εκείνος δεν ήξερε τι να απαντήσει .Και βέβαια, κανείς δεν αγόραζε τα ποιήματά του. Όταν νύχτωσε , γύρισε απογοητευμένος στον σπίτι του.Για κακή του τύχη , εκείνη τη νύχτα είχε συννεφιά και δε φαινόταν το φεγγάρι.΄Ετσι δεν μπόρεσε να του ζητήσει εξηγήσεις.
Την άλλη μέρα , ξαναπήγε στην αγορά , αλλά πάλι δεν πούλησε τίποτα. Είδε κι απόειδε ο Σίμος κι αποφάσισε να πάει τα ποιήματά του σ΄ένα τυπογραφείο. Ο τυπογράφος ήταν ένας μορφωμένος αλλά πολύ φιλάργυρος άνθρωπος. Όταν διάβασε τα ποιήματα του Σίμου , κούνησε συνοφριωμένος το κεφάλι του.
-Τι ασυναρτησίες είναι αυτές ! Αν στα εκδώσω θα καταστραφώ .Κανέις δεν πρόκειτα να τα αγοράσει.Πάρτα και πάνε στο καλό .Και να μην ξαναγράψεις τέτοια πράγματα.
Απελπισμένος ο Σίμος π΄΄ηρε τα ποιήματα και πήγε σ΄έναν χαρτοπώλη.
-Μήπως θέλεις να τα αγοράσεις για χαρτί ; τον ρώτησε.
-Θα στ΄ αγόραζα , απάντησε εκείνος , αν δεν ήταν γραμμένο το χαρτί.
Ο Σίμος κατάλαβε ότι το φεγγάρι τον είχε γελάσει .Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα .Πήρε το δρόμο σκεφτικός και λυπημένος .Περπατούσε πολλή ώρα όταν ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε τα ποιήματα .Για να δω τι λένε, σκέφτηκε κι άρχισε να τα διαβάζει δυνατά . Τα ποιήματα μιλούσαν για την αγάπη. Εκείνη την ώρα καθόταν στο απέναντι μπαλκόνι η βασιλοπούλα και τον άκουσε.
-Τι σοφός και όμορφος νέος , ψιθύρισε .Και τι ωραία που διαβάζει .Δεν έχω ξανακούσει πιο όμορφα λόγια. Εσύ τα έγραψες όλα αυτά ; τον ρώτησε.
-Μου τα υπαγόρευσε το φεγγάρι .Κι εγώ του έδωσα για αντάλλαγμα τη μισή μου καρδιά.
-Μιλάς πολύ όμορφα , του είπε τότε εκείνη.Κανείς δεν μιλάει σαν κι εσένα σ΄όλο το βασίλειο.Πώς σε΄ λένε;
-Σίμο.
-Σίμο.Θέλω να έρχεσαι στο παλάτι και να μου διαβάζεις αυτά που γράφεις, τον παρακάλεσε.
Έτσι κι έγινε .Και σε λίγο καιρό , η βασιλοπούλα ζήτησε από τον πατέρα της να την παντρέψει με τον Σίμο.
Οι γάμοι τους έγιναν με γλέντια και χαρές. Ο Σίμος ανέβηκε γρήγορα στο θρόνο της χώρας και βασίλεψε πολλά χρόια . Με τη βοήθεια του φεγγαριού έκανε πραγματικά την τύχη του κι έζησε πλουσιοπάροχα κι ευτυχισμένα. Μέσα του, όμως, είχε βαθιά κρυμμένο ένα μυστικό . Δεν μπόρεσε ποτέ του να αγαπήσει τη βασιλοπούλα , γιατί είχε δώσει στο φεγγάρι τη μισή του καρδιά . Αυτό όμως το ήξερε μόνον ο ίδιος και το φεγγάρι που ερχόταν κάθε νύχτα στο παράθυρό του και του υπαγόρευε ποιήματα.


Κατερίνα Καριζώνη

4 comments:

ΩΣΗΕ said...

ΦΟΒΕΡΟ!
Τίποτ' άλλο...

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ said...

Είναι ειδικά αφιερωμένο στους ποιητές.

roadartist said...

όμορφο.. :)

Anonymous said...

Αν και το διάβασα πολλές μέρες μετά τη δημοσίευση του μπορώ να πω ότι επαληθεύει την κρίση μου για τη μεστή γραφή που έχεις!!!
Καλησπέρα!!!