Friday, May 22, 2009

Aπόσπασμα από διάλεξη του Μιχάλη Γρηγορίου για τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και στην ποίηση

Οπως στην ποιηση τα νοηματα δεν βρισκονται στο απλο αναφορικο επιπεδο των λεξεων, ετσι και στη μουσικη τα νοηματα δεν βρισκονται στο επιπεδο αυτης καθαυτης της οργανωσης των ηχων, αλλα στις μεταφορικες, συμβολικες και ψυχολογικες λειτουργιες που εχουν αποκτησει αυτοι οι τροποι οργανωσης, στα πλαισια διαφορετικων μουσικων ιδιωματων και στυλ. Καθε συγκεκριμμενο μουσικο ιδιωμα και στυλ λειτουργει κι’ ως ενα ειδος σκηνικου που επιτρεπει την εκφραση ορισμενων ιδιαιτερων συμβολικων νοηματων και συναισθηματικων ποιοτητων. Η διακοσμητικη λειτουργια του Μπαροκ, η αμεριμνησια του υφους του Διαφωτισμου, η δραματικοποιημενη αισθηση του Ρομαντισμου, η ραθυμη ενατενιση του Εμπρεσσιονισμου, η νοσταλγια του Μεταρομαντισμου, η αγωνια, ή ο σαρκασμος του εξπρεσσιονισμου, κλπ, ολες τουτες οι ιδιαιτερες συμβολικες και ψυχολογικες λειτουργιες που χαρακτηριζουν καθε στυλ και που εχουν εμπεδωθει στη διαρκεια της ιστοριας, προσφερουν στο σημερινο συνθετη της εντεχνης μουσικης ενα ειδος στυλιστικης μεταγλωσσας. Το ιδιο ισχυει και για αλλα μη δυτικα ιδιωματα που κουβαλανε επισης τις δικες τους κρυφες, ή φανερες αναφορες : Το σμυρνεϊκο παραπεμπει τον Ελληνα σε καποιες χαμενες πατριδες, το ρεμπετικο σε καποιο ειδικο ηθος και σε καποια ειδικη σταση ζωης, το δημοτικο τραγουδι, ή τα νησιωτικα σε καποια ειδικη σχεση με τη φυση, με το τοπειο, με την ιστορια του τοπου, κλπ. Μ’ αλλα λογια, οι διαφοροι τροποι μουσικης οργανωσης δεν ειναι νοηματικα ουδετεροι. “Kαθε στυλ ειναι σαν ενα αδειο σκηνικο θεατρου που σου επιτρεπει να φανταζεσαι ορισμενους ρολους και χειρονομιες, που σε προκαλει να φωτισεις πραγματα και να αφηγηθεις καταστασεις που μονο μεσα σ’αυτο το σκηνικο θα μπορουσαν να υπαρξουν”. Ετσι, ο συνθετης δεν μαθαινει απλως πως να οργανωνει τους ηχους και πως να χειριζεται τα τεχνικα μεσα της μουσικης, μαθαινει επισης πως να χειριζεται τα συμβολικα νοηματα στα οποια παραπεμπει η μουσικη, μεσω των διαφορων ιστορικα κατατεθειμενων και εμπεδωμενων στυλ της.

Κι’ εδω ερχομαστε πραγματι στην ουσια των αισθητικων προβληματων που θετει η μελοποιηση της ποιησης. Η ποιηση εμφανιζει μια αντιστοιχη ποικιλλια διαφορετικων στυλ και ιδιωματων κι’ αν ο συνθετης επιδιωκει μια ισοτιμη συνεργασια μαζι της τοτε δεν μπορει να αρκειται στο απλο “μπογιατισμα” των λεξεων με ηχους και στο “πακεταρισμα” των γλωσσικων περιοδων μεσα σε μελωδιες και σε ρυθμους. Αντιθετα, πρεπει να ειναι σε θεση να αντιλαμβανεται τα επιπεδα του κρυμμενου ποιητικου νοηματος και να μπορει να συνεργαστει με το ιδιαιτερο ποιητικο υφος, αλλιως θα χασει εντελως το στοχο του.
Ειναι φανερο πως καθε παρεμβαση του μουσικου εχει συνεπειες. Η παρεμβαση πανω στο φραζαρισμα της γλωσσας μπορει να αποκαλυψει ή να συγκαλυψει τα νοηματα. Αν απομακρυνθουν π.χ μεταξυ τους δυο λεξεις, επειδη τουτο εξυπηρετει τον μουσικο ρυθμο, μπορει να χαθει το νοημα. Το ιδιο συμβαινει αν ερθουν πολυ κοντα η μια στην αλλη. Οι αποστασεις αναμεσα στις λεξεις ή στις φρασεις μπορει να λειτουργουν ως ενα θαυμαστικο, ή ως σχολιασμος που αποκαλυπτει και τονιζει νοηματα και προθεσεις του ποιητη. Απο την αλλη μερηα, ο ιδιος αυτος σχολιασμος μπορει να οδηγει σε ενα στομφο που γελοιοποιει και καταστρεφει το νοημα. Οταν η μουσικη σεβεται τη φυσικη αναπνοη της γλωσσας, τοτε μπορει να αναδεικνυει τον κρυφο ρυθμο καποιου ποιηματος που δεν βασιζεται στην απλη ομοιοκαταληξια, αλλα μπορει επισης, στην αντιθετη περιπτωση, να τον καταστρεψει. Ο παρατονισμος των λεξεων λειτουργει ως μια γελοιογραφια της γλωσσας, κλπ. Στο επιπεδο της αρμονιας παλι, ειναι προφανες πως ο μουσικος πρεπει να ειναι σε θεση να παρακολουθει τις ψυχολογικες αποχρωσεις και τις μεταβολες των νοηματων. Εαν οι ψυχολογικες εναλλαγες της μουσικης ειναι απλοϊκες και θυμιζουν λυσεις ασκησεων αρμονιας τοτε δεν μπορουν να υποστηριξουν τις ψυχολογικες απαιτησεις ενος ποιηματος με υψηλους βαθμους αμφισημιας και συμβολισμων.
Ολα τουτα προϋποθετουν μια στοιχειωδη τεχνικη επαρκεια απο τον συνθετη που να του επιτρεπει να ελεγχει τα εκφραστικα του μεσα. Ο αυθορμητισμος και το ταλεντο δεν αρκουν, χρειαζεται και η γνωση της τεχνικης. Οπως ενας σκιτσογραφος δεν μπορει να εικονογραφησει την Καπελα Σιξτινα, ετσι κι’ ενας ανθρωπος που παιζει μονο μερικες συγχορδιες σε μια κιθαρα δεν μπορει να μελοποιησει το εργο ενος σημαντικου ποιητη. Παρενθεσιακα πρεπει να πω οτι στην Ελλαδα δυστυχως εχουμε βρεθει συχνα αντιμετωποι μ’ αυτο το φαινομενο: Ανθρωποι που δεν κατεχουν τα απαραιτητα τεχνικα εφοδια να καταπιανονται με αντικειμενα που δεν τα καταλαβαινουν και που τους ξεπερνουν. Οπως θα επιχειρησω να εξηγησω στο τελευταιο μερος αυτης της διαλεξης, κατω απο το προσχημα της λαϊκοτητας στεγαστηκαν συχνα πολλες αφελειες και απλοϊκοτητες.
Ωστοσο, πολυ πιο σημαντικη απο την στοιχειωδη τεχνικη επαρκεια στο επιπεδο της γραμματικης, της ορθογραφιας και του συντακτικου της μουσικης ειναι η απαιτουμενη πολιτιστικη επαρκεια του συνθετη. Εαν η απλοϊκοτητα και η ελλειψη τεχνικης μπορει να καταστρεψει ενα ποιημα, αλλο τοσο μπορει να το καταστρεψει η απλη εφαρμογη μια στεγνης μουσικης τεχνικης που συνοδευεται απο ελλειψη καλλιεργειας. Η συνεργασια αναμεσα στον συνθετη και στον ποιητη ειναι εφικτη μονο οταν ο διαλογος ειναι πολιτιστικα ισοτιμος. Τοσο στη γλωσσα, οσο και στη μουσικη, η αισθητικη λειτουργια εγκειται στην κατανοηση και στην αξιοποιηση των παρεκλισεων και στην αποφυγη της κοινοτυπιας. Μια ποιητικη παρεκλιση που συμβαλλει στην υποχωρηση της αναφορικης λειτουργιας της γλωσσας και στην αναδυση του ποιητικου νοηματος μπορει να θαφτει, να κρυφτει, να μετατραπει σε κοινοτυπια λογω της λανθασμενης χρησης της μουσικης. Η μουσικη μπορει να δεσμευει τα ποιητικα νοηματα και να τα κατευθυνει προς ορισμενες κατευθυνσεις, με κινδυνο να συγκαλυπτει αλλα. Μπορει να ανοιγει, ή να κλεινει πορτες σε συνειρμους και σε συναισθηματα του ακροατη. Αν ο συνθετης δεν αντιλαμβανεται π.χ την ειδικη στυλιστικη, αρα αισθητικη, βαρυτητα των φρασεων “...και τες τριανταφυλλιες αργα σαλευει”, “και στες καρδιες και στην πλαση βασιλευει....” τοτε εχει χασει εξ’ αρχης το παιγνιδι. Στη διαδικασια μελοποιησης της ποιησης η μουσικη δεν επιτρεπεται ουτε να αγνοει τα πολλαπλα επιπεδα του νοηματος, ουτε να αυτονομειται, σε σημειο ωστε να “καπελωνει” το νοημα, ουτε να υποχωρει, σε σημειο του να μετατρεπεται σε απλη υποκρουση του νοηματος. Πρεπει να υπαρχει παντα μια συναληθευση και μια συνεργασια αναμεσα στην ποιητικη και στην μουσικη αμφισημια, αναμεσα στην ποιητικη και στην μουσικη αβεβαιοτητα. Ο μουσικος πρεπει να ειναι σε θεση να συνταξιδευει με τα κρυμμενα νοηματα της ποιησης.
Τα ζητηματα που καλειται να αντιμετωπισει ο συνθετης οταν μελοποιει ενα ποιητικο εργο ειναι αναλογα μ’ αυτα που καλειται να αντιμετωπισει ενας σκηνοθετης οταν ανεβαζει ενα θεατρικο εργο. Η σκηνοθεσια μπορει να εμπλουτισει ενα μετριο εργο, αλλα μπορει επισης και να φτωχυνει, ή να καταστρεψει ενα αριστουργημα. Θα μπορουσαμε να πουμε πως η μελοποιηση της ποιησης θετει παρομοιες απαιτησεις μ’ εκεινες που θετει το να γραφεις μουσικη για το θεατρο. Οταν ο συνθετης μελοποιει ποιηση δεν πρεπει να λειτουργει απλως ως μουσικος που γραφει νοτες, αλλα κι’ ως σκηνοθετης, ως σκηνογραφος κι’ ως φωτιστης των νοηματων. Πρεπει λοιπον να μπορει να ελεγχει τα στυλιστικα του μεσα και τουτο προϋποθετει εκ μερους του μια στυλιστικη πολυγλωσσια που θα του επιτρεψει να συνεργαστει με την αντιστοιχη στυλιστικη ποικιλλια που εμφανιζει ο χωρος της ποιησης.
Ειναι βεβαια φανερο πως στα καλλιτεχνικα ζητηματα δεν υπαρχει καποια συνταγη επιτυχιας. Κανεις δεν μπορει –ευτυχως- να πει με βεβαιοτητα πως πρεπει να μελοποιειται ενα ποιημα, γι’ αυτο αλλωστε υπαρχουν περιπτωσεις οπου το ιδιο ποιημα μπορει να μελοποιειται με εντελως διαφορετικους τροπους απο διαφορετικους συνθετες. Ο Κουναδης κι’ ο Θεοδωρακης π. χ αντιμετωπισαν με τελειως διαφορετικο τροπο το ιδιο ποιημα του Σεφερη “…πανω στην αμμο την ξανθη γραψαμε τ’ ονομα της, ωραια εφυσηξεν ο μπατης και σβυστηκε η γραφη....”. Θα μπορουσε ισως να πει κανεις πως υπαρχουν κατ’ αρχην καποιες συνταγες σε οτι αφορα το πως δεν πρεπει να μελοποιουνται ορισμενα πραγματα. Τα σονεττα του Σαιξπηρ π.χ δεν μπορουν να μελοποιηθουν σε βυζαντινο ή λαϊκο υφος, ο Παλαμας δεν μελοποιειται σε υφος Μπαροκ, ο Βαρναλης δεν μελοποιειται στο υφος του εμπρεσσιονισμου, κλπ. Ωστοσο, κι’ εδω δεν υπαρχουν τετοιες βολικες βεβαιοτητες. Οπως ενας σκηνοθετης μπορει να ανεβαζει Σαιξπηρ, ή αρχαιο δραμα με συγχρονα σκηνικα και κουστουμια, ετσι κι’ ενας συνθετης μπορει να παιρνει τολμηρες καλλιτεχνικες πρωτοβουλιες. Ο Χατζιδακις π.χ μελοποιησε το “Ασμα ασματων” σε ρυθμο ζεϊμπεκικου, ο Θεοδωρακης μελοποιησε το “Αξιον Εστι” του Ελυτη σε βυζαντινο υφος, κλπ. Στην τεχνη τα παντα κρινονται εκ του αποτελεσματος. Τελικα, οπως σε ολα τα αισθητικα ζητηματα, η μονη συνταγη αποτυχιας ειναι η ελλειψη της απαραιτητης τεχνικης, η ελλειψη καλλιεργειας και ταλεντου. Ετσι, το ερωτημα περι του εαν ή οχι πρεπει να μελοποιειται η ποιηση και με ποιο τροπο δεν πρεπει να αφορα στη νομιμοτητα αυτου καθαυτου του εγχειρηματος αλλα στην καλλιτεχνικη επαρκεια του επιχειρουντος.
Δεν πρεπει φυσικα να ξεχναμε ποτε πως αρμοδιος να κρινει την καλλιτεχνικη επαρκεια του συνθετη και την αισθητικη αξια του αποτελεσματος ειναι το κοινο στο οποιο απευθυνεται το εργο τεχνης, το οποιο πρεπει να εχει την αντιστοιχη αισθητικη καλλιεργεια. Τοσο στη μουσικη, οσο και στην ποιηση, η δυνατοτητα κατανοησης και ταυτισης με τα κρυμμενα αισθητικα νοηματα προϋποθετει μια πολιτιστικη εξοικειωση του ακροατη. Μια μειζον συγχορδια δεν λεει τιποτα σε ενα Λαπωνα, οι κρυφες αναφορες σε ενα εμπρεσσιονιστικο ιδιωμα δεν γεννουν την αισθηση της ραθυμης νοσταλγιας σε εναν αγροτη της Θεσσαλιας, η φθαρμενη γοητεια ενος βαλς του μεσοπολεμου δεν γινεται αντιληπτη απο ενα ραπερ. Αντιστοιχα βεβαια, οι κρυμμενοι ρυθμοι κι’ οι μεταφορικες και συμβολικες λειτουργιες ενος ποιηματος δεν γινονται αντιληπτες απο ενα μη εξοικειωμενο αποδεκτη, οπως κι’ ενας αγραμματος δεν μπορει να γελασει με τις σκοπιμες ανορθογραφιες του Μποστ. Η αισθητικη καλλιεργεια δεν ειναι θεμα γνωσης αλλα βιωματικης εμπεδωσης, που προυποθετει μια εμπλοκη του ακροατη σε καποιο πολιτιστικο πλαισιο. Μονο τοτε γινονται αντιληπτα τα συμβολικα νοηματα της τεχνης και αρχιζουν να κινητοποιουν υποκειμενικους συνειρμους και συγκινησεις. Ετσι, στο αβεβαιο ερωτημα του πως πρεπει αραγε να μελοποιει ο συνθετης την ποιηση προστιθεται παντα και το ερωτημα σε ποιον απευθυνεται και ποιος τον κρινει. Ειναι προφανες πως η αποτελεσματικοτητα των εργαλειων που χειριζεται ο εμπειρος και ταλαντουχος συνθετης εξαρταται απο την υπαρξη ενος εξ’ ισου εμπειρου και ευαισθητου ακροατη.

2 comments:

Λακων said...

Νομίζω πως η συνοδεία των ποιημάτων με μουσική δεν αλλοιώνει την ποίηση.
Φυσικά εννοώ τη συνοδεία και όχι τη... συναυλία.
Αυτό δεν γινόταν και στα Ομηρικά Έπη;
Αν η παρουσία της μουσικής τώρα είναι πολύ έντονη και "σκεπάζει" την ποίηση τότε πια μιλάμε για τραγούδι.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ said...

Σωστές οι παρατηρήσεις σου Λάκων και συμφωνώ ότι έχουμε παράδοση σ΄ αυτόν τον συγκερασμό των δύο τεχνών.