Sunday, August 22, 2010

EΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΠΑΤΡΙΣ" ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Μια αληθινή ιστορία μανιάτικης βεντέτας που έγινε βιβλίο

Μια αληθινή ιστορία μανιάτικης βεντέτας

Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου βιβλίου της Κατερίνας Καριζώνη με τίτλο το “Μεγάλο Αλγέρι”


Μια αληθινή ιστορία μανιάτικης βεντέτας αποκαλύπτει η συγγραφέας Κατερίνα Καριζώνη με αφορμή την έκδοση του τελευταίου της βιβλίου με τίτλο το “Μεγάλο Αλγέρι”.

Τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των φονικών που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων, ήταν μια γυναίκα, η Ολγα, η οποία δεν δίστασε να βάψει τα χέρια της στο αίμα σκοτώνοντας τον άντρα που αγαπούσε, καθώς αυτό επέβαλε ο άγραφος κώδικας του "γδικιωμού".

Αν και η κρητική βεντέτα έχει αποτελέσει θέμα αρκετών λογοτεχνικών βιβλίων και κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών ταινιών είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας που συγγραφέας αγγίζει το θέμα της μανιάτικης βεντέτας.



Η ιστορία μιας μανιάτικης βεντέτας

Την ιστορία της οικογενειακής της βεντέτας αφηγείται η γεννημένη στη Θεσσαλονίκη από Μανιάτη πατέρα και Θρακιώτισσα μητέρα Κατερίνα Καριζώνη:

"O πατέρας μου κατάγεται από το πιο άνυδρο και σκληροτράχηλο κομμάτι της Μάνης, από τη Χαριά της Αρεόπολης. Στο σόι του είχαν βεντέτα, οι απαρχές της οποίας χάνονται στο βάθος του χρόνου. Ήταν τόσο φιλοπόλεμο αυτό το σόι που είχε βγει κι ένα τραγούδι στο χωριό για έναν πρόγονό μου: «Γέρο Καριζώνη, βάρα το κανόνι» γιατί ο εριστικός παππούς μου ανέβαινε στις πολεμίστρες του πύργου και βαρούσε με το κανόνι του την αντίπαλη οικογένεια στο πλαίσιο βέβαια της βεντέτας. Στο χωριό είχαμε δύο πύργους που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγεια λαγούμια, από όπου κυκλοφορούσαν οι αρσενικοί της οικογένειας που κρύβονταν λόγω των αντεκδικήσεων κι έβγαιναν έξω μόνον με ξεβγαλτές. Ξεβγαλτές ήταν οι άνθρωποι που συνόδευαν αυτούς που είχαν βεντέτα. Όσο υπήρχε δίπλα τους ξεβγαλτής, συνήθως περίοπτο πρόσωπο, κοινής αποδοχής, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούσαν να τραβήξουν όπλο.

Τον τελευταίο φόνο στην αλυσίδα της δικής μας βεντέτας τον έκανε μια γυναίκα, η Όλγα. Στη μανιάτικη βεντέτα έπαιρναν μέρος και οι γυναίκες, παρόλο που τις γυναίκες δεν τις πείραζαν γιατί τις θεωρούσαν ανάξιες λόγου, ακόμα και για να τις σκοτώσουν. Οι γυναίκες, κυρίως οι γριές και οι χήρες από «γδικιωμό», υπενθύμιζαν πάντα στους αρσενικούς την υποχρέωση να πάρουν εκδίκηση για το φόνο κάποιου προγόνου τους. Βεντέτα όμως μπορούσαν να κηρύξουν μόνον οι κάτοχοι των πύργων και της γης δηλαδή, οι Νυκλιάνοι, η άρχουσα τάξη των Μανιατών, άνθρωποι φτωχοί στην πραγματικότητα, καθώς η Μάνη είναι άγονη και τα εισοδήματα πενιχρά. Οι ακτήμονες, οι αχαμνότεροι ή ακουμπισμένοι δεν μπορούσαν να έχουν βεντέτα. Βοηθούσαν όμως τα αφεντικά τους στις ενέδρες και στις επιθέσεις κατά των αντίπαλων τους. Η βεντέτα της δικής μας οικογένειας διήρκεσε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα κι έληξε με το τελευταίο φονικό που το έκανε η Όλγα, το 1919. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της ιστορίας είναι ότι η Όλγα ήταν ερωτευμένη με τον άντρα που είχε ορκιστεί να σκοτώσει. Το ίδιο ερωτευμένος ήταν και ο άτυχος νέος. Από διηγήσεις των συγχωριανών μας μαθαίνω ότι ο άντρας αυτός, ανίκανος να κρύψει τον έρωτά του, μεθούσε τις νύχτες, πήγαινε κάτω από το παράθυρό της Όλγας και την φώναζε.

Τέσσερις φορές έστειλε μαντάτο η μάνα της Όλγας στην οικογένεια του νεαρού να φυλάγεται γιατί θα τον φάνε με χωσία, δηλαδή ενέδρα. Χωσία λένε τη βεντέτα στη Μάνη. Αλλά εκείνος ούτε φοβόταν, ούτε συμμορφωνόταν. Μάλλον δεν έδινε σημασία στις γυναικείες απειλές. Ορκισμένη να πάρει το αίμα τους πίσω η μάνα της Όλγας, εξώθησε την κόρη της να πιάσει το όπλο. Η Όλγα μετά από πάλη ανάμεσα στα ερωτικά της συναισθήματα, αλλά και στο «χρέος» στο νεκρό από τη βεντέτα πατέρα της, αποφάσισε να σκοτώσει τον άντρα που αγαπούσε. Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο νεαρός άντρας περνούσε έξω από τον πύργο της κοπέλας, εκείνη του έκανε νόημα να μπει μέσα στο σπίτι. Ο νεαρός Μανιάτης πέρασε ανυποψίαστος, ωστόσο παραξενεμένος, το κατώφλι του πύργου και τότε η αμπάρα της πόρτας έπεσε κι ο άντρας βρέθηκε αντιμέτωπος με την Όλγα και άλλες δυο γυναίκες, τις ξαδέλφες της που την βοήθησαν να τον σκοτώσουν. Η Όλγα δικάστηκε το 1920 στην Καλαμάτα και αθωώθηκε γιατί το έγκλημα είχε γίνει στο πλαίσιο της βεντέτας που βέβαια συνδέεται με την τιμή και την υπόσχεση στους νεκρούς προγόνους. Μάλιστα την αθώωσή της πρότεινε ο διάσημος εκείνη την εποχή εισαγγελέας Ηλίας Μητρουλέας, το όνομα του οποίου έχει δοθεί σε δρόμο της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη.

Στη Μάνη που από αρχαιοτάτων χρόνων ισχύει το ρητό «Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» το χρέος είναι πιο ψηλά από τα προσωπικά αισθήματα των ανθρώπων, ακόμα και από την ίδια τους τη ζωή. Οι Μανιάτες μένουν πιστοί μέχρι το τέλος στα ιδανικά της φυλής τους. Πολλοί πιστεύουν ότι οι Μανιάτες είναι συνέχεια των αρχαίων Σπαρτιατών, ενώ άλλοι τους θεωρούν κάτι αντίστοιχο με τους Γιαπωνέζους Σαμουράι. Αυτήν την ιστορία διηγούμαι στο μυθιστόρημά μου « Μεγάλο Αλγέρι» που κυκλοφορεί απ΄τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μεγάλο Αλγέρι ήταν η παλιά ονομασία της Μάνης στα χρόνια της πειρατείας.

Και για να ξαναγυρίσω στην ιστορία της βεντέτας, την Όλγα την γνώρισα το 1968. Ήμουν τότε 13 χρόνων. Είχαμε πάει στη Χαριά για να γιορτάσουμε το Πάσχα. Ο πατέρας μου μας είχε μιλήσει για τη βεντέτα και μάλιστα μας συμβούλεψε να κρύψουμε το όνομά μας.

-Πρόσεξε, μου είπε. Αν σε ρωτήσουν πώς σε λένε, να πεις Παπαδοπούλου. Μπορεί να ζει κανείς από το άλλο σόι και να ‘χουμε φασαρίες.

Μείναμε λίγες μέρες στον πύργο της Όλγας. Την θυμάμαι μαυροφορεμένη, αγέρωχη κι ολιγομίλητη, γνήσια Μανιάτισσα. Μετά το φονικό είχε παντρευτεί αλλά δεν είχε κάνει παιδιά. Μας φιλοξένησε σ΄ένα από τα δωμάτια του πύργου, όπου για να ανεβείς χρησιμοποιούσες μια φορητή σκάλα, συνήθεια που είχε απομείνει από τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οι ένοικοι των πύργων τραβούσαν τις σκάλες κι αμπαρώνονταν στα επάνω πατώματα για να γλιτώσουν από τους πάσης φύσεως εισβολείς. Μετά το θάνατο της Όλγας, ο πύργος των Καριζωνιάνων, έτσι μας λένε στη Μάνη, χαρίστηκε στην εκκλησία, γιατί οι κληρονόμοι ήταν πολλοί κι απρόθυμοι να ασχοληθούν με τη συντήρησή του. Πριν από λίγα χρόνια ξαναπήγα στην Χαριά και βρήκα τον πύργο μας μισογκρεμισμένο και τους γείτονες να τρώνε λίγο-λίγο από τα κομμάτια του. Ενιωσα μεγάλη θλίψη, αλλά μ΄έπιασε ξαφνικά και το «μανιάτικο» κι έτσι αποφάσισα να γράψω αυτήν την ιστορία".

Ο γδικιωμός

Η βεντέτα ή «γδικιωμός» αναπτύχθηκε στη Μάνη σε ένα κλίμα αγώνων επικράτησης μεταξύ των πατριών (οικογενειών), αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο και ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας. Όπως εξηγεί η Κατερίνα Καριζώνη η διαφορά της μανιάτικης από την κρητική βεντέτα είναι ότι η πρώτη είναι πιο σκληρή, το χτύπημα δεν γίνεται ποτέ απροειδοποίητα, το έγκλημα δεν διαπράττεται μόνο για λόγους εκδίκησης αλλά για την επικράτηση των πατριών και υπάρχει ο θεσμός του ξεβγαλτή και της τρέβας. Στη μανιάτικη βεντέτα η τιμωρία καθώς και ο εκτελεστής ορίζονται από το οικογενειακό συμβούλιο ή γεροντική (συμβούλιο περιώνυμων ηλικιωμένων) με τελετουργικό τρόπο (τυμπανοκρουσίες, τουφεκιές). Δεν είναι απαραίτητο να τιμωρηθεί ο ένοχος της πράξης, μπορεί δηλαδή η βεντέτα να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας. Τα αρσενικά παιδιά που ο πατέρας τους έπεφτε θύμα βεντέτας ανατρέφονταν με σκοπό να πάρουν το αίμα του πίσω και συχνά ο στόχος ήταν η εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανακωχή, την τρέβα , την εποχή της σποράς, του οργώματος του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Η τρέβα σταματούσε όταν τέλειωνε η συγκομιδή. Περιορισμένη ανακωχή μπορούσε να γίνει όταν μέλος της αντίπαλης οικογένειας είχε βαφτίσια , γάμο ή κάτι ιδιαίτερο. Η βεντέτα έληγε ή με την εξολόθρευση της μιας μερίδας τα υπολείμματα της οποίας σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια στο νικητή, ή αν η ηττημένη οικογένεια ζητούσε τελετουργικά συγγνώμη, ή με το ψυχικό.



Στα βάθη της ιστορίας οι ρίζες της

Από τα νομοθετήματα του Χαμουραμπί και τους νόμους του Δράκοντα και του Ζάλευκου μέχρι τις σύγχρονες κωδικοποιήσεις του εθιμικού δικαίου της εκδίκησης (Κανούν) στην Αλβανία, η αρχή της ανταπόδοσης διεκδικεί θέση περιωπής στην έννομη τάξη των κοινωνιών, όπου εκτρέφεται, επισημαίνει σε ανακοίνωσή της που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2005 στα Χανια σε επιστημονική συνάντηση για το Κρητικό Δίκαιο η υποψήφια διδάκτωρ Μαρία Γαλανού. Η κ. Γαλανού μαζί με το δικηγόρο Χανίων Ιωάννη Βαρδάκη έχει κάνει έρευνα με θέμα τη βεντέτα για το Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου.

«Το λαϊκό περί δικαίου συναίσθημα τω όντι δικαιώνεται, όταν το θύμα ή συγγενείς του θύματος «παίρνουν το αίμα τους πίσω», δηλαδή όταν τιμωρούν το δράστη με τον ίδιο ατιμωτικό τρόπο, με τον οποίο βίωσαν την προσβολή προς το πρόσωπό τους. Στις κοινωνίες, όπου η αντεκδίκηση (βεντέτα, «οικογενειακά» στην Κρήτη ή «γδικιωμός» στη Μάνη) αποτελεί τρόπο επίλυσης των διαφορών, συναντά κανείς υψηλό το αίσθημα δύο κορυφαίων μεσογειακών αρχών: της τιμής και της ντροπής, που με τη σειρά τους θεμελιώνουν τον εγωισμό, τον καθρέπτη της επιδίωξης του ιδανικού εαυτού. Όσο αναχρονιστικές κι αν εμφανίζονται οι εκδηλώσεις της βεντέτας, άλλο τόσο βαθιές αποδεικνύονται οι ρίζες τους στις δομές των κοινωνιών βεντέτας (feunding societies), κυρίως όμως στη συνείδηση των απλών ανθρώπων. Οι νομιμοποιητικοί μηχανισμοί της αυτοδικίας ενεργοποιούνται άλλοτε με μια λεκτική προσβολή κι άλλοτε με την ζωοκλοπή και φτάνουν στην κορύφωσή τους με την ατίμωση της αδελφής ή επί τα χείρω με το φόνο του στενού συγγενή. Παρά το γεγονός ότι οι εθιμικοί αυτοί κανόνες ανταπόδοσης προβλέπουν τρόπους επίλυσης των διαφορών με τη μεσολάβηση επιφανών προσώπων των οικείων τοπικών κοινωνιών, σχεδόν πάντα το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης επιλαμβάνεται αυτών των περιπτώσεων» επισημαίνει η κ. Γαλανού.

Όπως εξηγεί ο δικηγόρος Χανίων, Ιωάννης Βαρδάκης, το φαινόμενο της βεντέτας έχει τις ρίζες του στην αρχέγονη εποχή, συνεχίζεται στους ιστορικούς χρόνους και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. «Στην αρχέγονη εποχή υπήρχε ο θεσμός της ανταπόδοσης και στα ιστορικά χρόνια ο θεσμός της αντεκδίκησης ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι τις ημέρες μας ως βεντέτα. Πρόκειται για θεσμούς που συγγενεύουν. Κοινά σημεία τους είναι : ο ορισμός του εκτελεστή, οι δεισιδαιμονίες που υπαγορεύουν ότι η ψυχή του φονευθέντα δεν ηρεμεί αν δεν χυθεί αίμα και τέλος ο συμβιβασμός για να σταματήσει. Στην αρχέγονη εποχή ο συμβιβασμός γινόταν με την παροχή υλικών αντικειμένων και στα ιστορικά χρόνια με την παροχή χρηματικών ποσών. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μετά ο συμβιβασμός στην Κρήτη γινόταν με παροχή χρημάτων αλλά και με γάμους ή κουμπαριά. Στη Μάνη γινόταν με το ψυχικό ή ψυχαδελφωσύνη. Με το ψυχικό ο συμβιβαζόμενος υποβιβαζόταν σε φαμέριο δηλαδή έπεφτε σε κατώτερη κοινωνική τάξη, ενώ με την ψυχαδελφωσύνη η συναλλαγή γινόταν με ίσους όρους. Με την ψυχαδελφωσύνη ο δράστης θεωρείται μέλος της οικογένειας» αναφέρει ο κ. Βαρδάκης.

No comments: