Thursday, December 11, 2014

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΑΚΤΑΛ

Ο χορός της πλύστρας

της Κατερίνας Καριζώνη //

fractal_Στο πατρικό μας σπίτι ερχόταν κατά καιρούς μια γριά πλύστρα, η Θοδώρα και μας έπλενε τα ρούχα. Η γριά ήταν συγγενής της μητέρας μου, μακρινή της θεία, αν θυμάμαι καλά .
-Κωλοπετσωμένη γυναίκα η Θοδώρα και πολύ φιλότιμη, συνήθιζε να σχολιάζει η μητέρα μου. Έρχεται απ’ τα χαράματα και φεύγει αργά το βράδυ, όταν η δουλειά της τελειώνει.
Πράγματι, έτσι ήταν η Θοδώρα, εργατική και ακούραστη, παρά την μεγάλη ηλικία της και πολύ αδύνατη, σαν τσάκνο, με κάτι χέρια μακριά και κοκκαλιάρικα, γεμάτα φλέβες. Το πρόσωπό της θύμιζε φλούδα από δέντρο ελιάς, όμως το βλέμμα της είχε μια κρυφή κοριτσίστικη σπιρτάδα. Φαινόταν ταλαιπωρημένη και μάλλον ήταν, αφού είχε περάσει, όπως έλεγε, τα βάσανα της προσφυγιάς κι άλλες αμέτρητες δυστυχίες στη ζωή της. Φορούσε πάντα μαύρα, γιατί πενθούσε τον άντρα της, παρόλο που εκείνος δεν το άξιζε καθόλου. Απ’ ό,τι μας είχε αποκαλύψει η γιαγιά μου που την γνώριζε καλύτερα, ο άντρας της ήταν δυνάστης και ψυχοπαθής, την κακομεταχειριζόταν και συχνά την κακοποιούσε. Όταν θύμωνε μαζί της, την υποχρέωνε να κρατάει μια στάμνα στο κεφάλι με τα χέρια ψηλά, ώρες ολόκληρες, ώσπου να πέσει κάτω εξαντλημένη.
Η Θοδώρα ερχόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πλυντήριο βέβαια δεν υπήρχε στο σπίτι. Τα ρούχα τα πλέναμε στο χέρι με βραστό νερό, άσπρο σαπούνι και λουλάκι. Κάθε φορά που είχαμε πλύση έβγαιναν στη φόρα σκάφες, λεκάνες, κατσαρόλες, μαστραπάδες. Οι ατμοί απ΄ το νερό που έβραζε έκαναν το σπίτι να μοιάζει με χαμάμ. Στο βάθος της ομίχλης άκουγες τις συνομιλίες των γυναικών. Τις έβλεπες να λικνίζονται σα φιγούρες κάποιου παράξενου ονείρου. Μιλούσαν ψιθυριστά ένα μείγμα από ελληνικές και τουρκικές λέξεις που ηχούσανε, θαρρείς από άλλον αιώνα.
Καθώς η μέρα προχωρούσε, οι ρυθμοί της δουλειάς αυξάνονταν. Τα σαπούνια έλιωναν, τα χέρια μούλιαζαν και άσπριζαν μέσα στο νερό, τα ρούχα άχνιζαν. Οι γυναίκες έπλεναν σκυμμένες σε μεγάλες μακρόστενες σκάφες επί ώρες με λίγα ενδιάμεσα διαλείμματα. Ωστόσο η Θοδώρα δεν άφηνε την μπουγάδα στη μέση ούτε στιγμή, παρά μονάχα για το μεσημεριανό, που η γιαγιά μου φρόντιζε να είναι πάντα πλουσιοπάροχο: ιμάμ- μπαιλντί , λαχανοντολμάδες, παπουτσάκια, ατζέμ πιλάφι, χαλβάδες, πελτέδες , ασουρέδες …… Κατά το σούρουπο, όταν ακούγονταν οι βραχνές φωνές των παγωνιών απ΄ την αυλή της Μονής Βλατάδων, η ιεροτελεστία της πλύσης τέλειωνε και η αχλύ που την περιέβαλε, διαλυόταν. Τα πράγματα αποκαλύπτονταν αστραφτερά, βαλμένα στην παλιά γνώριμη τάξη τους. Τα ασπρόρουχα ανέμιζαν απλωμένα στα τέλια του μπαλκονιού κι έπαιρναν μια γαλάζια απόχρωση απ΄ το λουλάκι .Η Θοδώρα εισέπραττε την μικρή της αμοιβή κι έφευγε με ανάλαφρο περπάτημα.΄Ετσι έμεινε στη μνήμη μου, ανάλαφρη, σχεδόν άϋλη σαν αερικό που ζούσε ανάμεσα από λαμαρινένιες σκάφες κι απέραντα σεντόνια που άχνιζαν ζεματιστό νερό , με μια στάμνα στο κεφάλι της γεμάτη δάκρυα και μια χαρακτηριστική φράση να πλανιέται νοσταλγικά στα χείλη της όταν τη ρωτούσες:
-Από πού είσαι Θοδώρα;
-Πε τις Σαράντα, κορτσόπλο μ’. Πε τις Σαράντα …
Εννοούσε τις Σαράντα Εκκλησίες της Ανατολικής Θράκης, την πατρίδα της γιαγιάς μου. Στη Θεσσαλονίκη έμενε σ΄ ένα προσφυγικό σπίτι στο συνοικισμό των Σαράντα Εκκλησιών κοντά στο Σέιχ- Σου.Τότε μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός, ότι ζούσε σ΄ ένα μέρος που είχε το ίδιο όνομα με τον τόπο καταγωγής της. Μια μέρα, εκεί που έπλενε, πέταξε τα ρούχα στο νερό κι άρχισε να στριφογυρίζει σαν δαιμονισμένη. Περιστρεφόταν γύρω απ΄ τον εαυτό της σα να ήταν σβούρα που την είχαν αφήσει στο πάτωμα της κουζίνας, είχε πάρει πάρει φόρα και γύριζε χωρίς σταματημό. Μέσα στην περιδίνηση αυτή το πρόσωπό της αποκτούσε μια απόκοσμη έκφραση, το ίδιο και το βλέμμα της, τα άκρα της θαρρείς και μάκραιναν σιγά-σιγά
τα ρούχα της ανέμιζαν σα να τα φυσούσε μυστικός αέρας. Νόμιζες ότι θα αποχωριζόταν το έδαφος κάποια στιγμή και θα πετούσε. Στάθηκα σε μια γωνιά τρομαγμένη και παρατηρούσα τη σκηνή. Η μητέρα μου με την γιαγιά μου έτρεξαν, την έπιασαν και την κάθισαν σε μια καρέκλα . Δεν ξέρω τι συνέβαινε πραγματικά με τη γριά, αν έπασχε από κάποια άγνωστη αρρώστια. Το πιο περίεργο όμως ήταν πως οι δικοί μου δεν έδειξαν να ανησυχούν, ούτε παραξενεύτηκαν καθόλου .Η μητέρα μου μάλιστα μας δήλωσε με ύφος σοβαρό:
-Κάτι καλό θα συμβεί στο σπίτι. Θα το δείτε.
Αλλά κι η Θοδώρα, όταν σταμάτησε το παράξενο στροβίλισμά της, ψιθύρισε λαχανιασμένη:
-Τύχη, θα έχετε μεγάλη τύχη.
Αυτό γινόταν κάθε φορά που ερχόταν για πλύση η γριά. Εκεί που έπλενε ήσυχα και καλά, παρατούσε τα ρούχα, άνοιγε διάπλατα τα χέρια της και στροβιλιζόταν, σα να ήταν κανένας δερβίσης. Η γιαγιά μου μάλιστα την κοίταζε με σεβασμό και έλεγε :
-Είναι αγία γυναίκα, γι΄ αυτό γυρίζει.
Πάνε χρόνια που πέθανε η Θοδώρα. Πάνε χρόνια που διάβασα για τους κρυπτοχριστιανούς της Ανατολής κι έδωσα μια πρώτη εξήγηση στην μυστηριώδη εκείνη περιδίνηση της γυναίκας.

Karizoni* H Kατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε Οικονομικά και είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ. Ασχολείται με την Λογοτεχνία και την Οικονομική Ιστορία και έχει εκδώσει 27 βιβλία: ποίηση, παραμύθια, διηγήματα, μελέτες, μυθιστορήματα. Μερικά από τα βιβλία της είναι: »Ο άγγελός μου ήταν έκπτωτος», «Βαλς στην Ομίχλη», «Ο Μονόφθαλμος κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Τσάι με τον Καβάφη», «το τραγούδι του Ευνούχου», «Μεγάλο Αλγέρι», «Ρεσάλτο», «Ο Σαίξπηρ σε 7+2 παραμύθια», «Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη» κ.α. Έχει πάρει το Α βραβείο του κύκλου παιδικού βιβλίου το 1991 για το βιβλίο «Χίλιες και μια νύχτες των Βαλκανίων» και το βραβείο Αυλαία το 2009 για το συνολικό της έργο. Ποιήματα και πεζά της έχουμε μεταφραστεί στο εξωτερικό. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά με κριτικές βιβλίου, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

No comments: