Καθώς μιλούσε
Άρχισε σιγά σιγά να πετρώνει
Πρώτα τα πόδια κάτω απ΄το φθαρμένο παντελόνι του
Μετά η κοιλιά, το στήθος του,
το μπράτσο , το ρολόι, οι ιδρωμένες παλάμες του
Μαρμάρωνε μες στο λιοπύρι του μεσημεριού
Και γελούσε ακατάσχετα
Όταν η πέτρα έφτασε στο λαιμό του
Κόμπιασε λίγο, ζήτησε ένα ποτήρι νερό
Για να κατέβουν τα βάρη της ψυχής, όπως είπε
Κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό
Ένας κόκκινος πετεινός
Πετάχτηκε τότε απ΄το στόμα του
σα να τον γέννησε εκείνη τη στιγμή
πριν μαρμαρώσει ολότελα.
Τρόμαξα κι έφυγα μακριά του
Έμαθα πως τον έλεγαν Φοέλ
Ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, σκληρός
Κι ήμουν εγώ ένα περαστικό σπουργίτι.
No comments:
Post a Comment