΄Ένα ποίημα για τον Σαχτούρη
Όλη τη νύχτα έτρωγα το σπίτι μου
Ήταν φτιαγμένο-δήθεν-από μαλακές πέτρες
Που είχαν τη γεύση πεπονιού.
Απ΄ το παράθυρο με κοίταζε ο Σαχτούρης
Κραδαίνοντας ένα σκουριασμένο ξίφος
Και λίγο πιο πέρα ο Πήτερ Μπρούγκελ
Με ξύλινα φτερά έκοβε ένα ψωμί
Πάνω σ΄ ένα απέραντο τραπέζι
Τα ψίχουλα ήταν οι αιώνες
Και το τραπέζι ο ουρανός.
Ήταν φτιαγμένο-δήθεν-από μαλακές πέτρες
Που είχαν τη γεύση πεπονιού.
Απ΄ το παράθυρο με κοίταζε ο Σαχτούρης
Κραδαίνοντας ένα σκουριασμένο ξίφος
Και λίγο πιο πέρα ο Πήτερ Μπρούγκελ
Με ξύλινα φτερά έκοβε ένα ψωμί
Πάνω σ΄ ένα απέραντο τραπέζι
Τα ψίχουλα ήταν οι αιώνες
Και το τραπέζι ο ουρανός.
Ένα θηρίο με σιδερένια δόντια είχε βγει
Από ένα ποίημα και καταβρόχθιζε τα ψίχουλα
Από ένα ποίημα και καταβρόχθιζε τα ψίχουλα
Δεν βγάζουν νόημα αυτά όνειρα, ψιθύρισα
Δεν έβγαζαν ποτέ
Δεν είναι όνειρα, μου φώναξε τότε ο Σαχτούρης
Είναι όσα δεν έχουν ονόματα και κράζουν λυπημένα
οι θησαυροί του τίποτα , το αίμα όσων πετούν
«Τσέρκια που τα κατρακυλάει ο θάνατος» μες στο σκοτάδι
Δεν έβγαζαν ποτέ
Δεν είναι όνειρα, μου φώναξε τότε ο Σαχτούρης
Είναι όσα δεν έχουν ονόματα και κράζουν λυπημένα
οι θησαυροί του τίποτα , το αίμα όσων πετούν
«Τσέρκια που τα κατρακυλάει ο θάνατος» μες στο σκοτάδι
Είναι τα χρόνια που έχασες μάταια
γράφοντας ποιήματα.
γράφοντας ποιήματα.
No comments:
Post a Comment