Κάποιος σπουδαίος είχε συμβουλέψει κάποτε επίδοξους λογοτέχνες πως αν δεν τους γίνει αφόρητη η επιθυμία της γραφής, καλό είναι να μην επιχειρήσουν να γράψουν.

Κάτι τέτοιο συνέβη με την Κατερίνα Καριζώνη. Εν μέσω της πεζογραφίας τής προέκυψε η ποίηση και την άφησε αβίαστα να εκφραστεί βάζοντας για λίγο στην άκρη το μυθιστόρημα που ετοιμάζει. «Με πίεζε η ποίηση, ήθελε να βγει να ξεπηδήσει, να αποκαλυφθεί», παραδέχεται στη «ΜτΚ» η ίδια.

Έτσι προέκυψε η «Αρχαία Δίψα», μία συλλογή ποιημάτων που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». «Ήταν λάθος το ότι δεν έγραφα ποίηση τόσο καιρό. Ήμουν πολύ απορροφημένη από την πεζογραφία και κυρίως από το μυθιστόρημα. Απλώς, την ποίηση την ενσωμάτωνα μέσα στην πεζογραφία. Τώρα επιστρέφω γιατί κατάλαβα ότι έχω χρέος να μην αφήσω μισό το ποιητικό μου έργο. Πάντα ήθελα να γράψω ποίηση αλλά επειδή είχα μπει σε μια ρότα στην πεζογραφία το ανέβαλλα. Για μένα η ποίηση είναι η βάση μου στη λογοτεχνία, από εκεί ξεκίνησα και θα είμαι ποιήτρια πάντα. Θα γράφω ποίηση μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής μου, είτε μέσα από την πεζογραφία, είτε αυτούσια».

Το ποίημα της συλλογής που δίνει τον τίτλο του σε όλο το βιβλίο γράφτηκε απρόσμενα. «Μου είχαν παραγγείλει από μία εφημερίδα ένα διήγημα. Όταν όμως κάθισα να γράψω μου βγήκε αυτό το ποίημα», τονίζει η Κατερίνα Καριζώνη. Και μπορεί τελικά το δημιούργημά της αυτό να απορρίφθηκε από την εφημερίδα, αφού δεν ήταν πεζογράφημα όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί, έγινε όμως το κεντρικό κείμενο της νέας συλλογής της. Το δε θέμα του, παρότι προέρχεται από τον 5ο π. Χ αιώνα, είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ, αφού αναφέρεται στον λοιμό που είχε πέσει τότε στην Αθήνα. «Είχαν αδειάσει από νερό τα πηγάδια και οι στέρνες. Κάποιος ερωτευμένος περίμενε να πιει νερό από το φιλί της αγαπημένης του που όμως αργούσε να έρθει. Κάποτε τη βρήκε μετά από αμέτρητους αιώνες, θυμήθηκε δηλαδή ότι την είχε δει κάπου παλιά μέσα στα χρόνια και ξεκαθάρισε ότι η στιγμή ήταν αυτή που περίμενε το φιλί της», επισημαίνει η ποιήτρια.

«Ασχολούμαι με ένα πολύ μεγάλο ναυάγιο»

Μανιάτισσα στις ρίζες, Θεσσαλονικιά στην ουσία της αφού έχει ως έδρα της την πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας εδώ και πολλά χρόνια, η Κατερίνα Καριζώνη έχει στο ενεργητικό της πάνω από 30 βιβλία, ενώ πέρα από ποιήτρια και μυθιστοριογράφος είναι και συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ερευνήτρια της ιστορίας.

Άλλωστε, αρκετά είναι τα μυθιστορήματά της που παρακινούν τον αναγνώστη να ασχοληθεί με την ιστορία, αφού έχουν μέσα τους πολλά τέτοια στοιχεία. «Κάνω έρευνα πολύ καιρό, πολλές φορές διαρκεί χρόνια, γράφω κάτι άλλο ενδιαμέσως, αλλά όλη καταλήγει σε ένα βιβλίο όπως ήταν για παράδειγμα ‘Το Λυκόφως του Αιγαίου’ για το οποίο αναζητούσα πληροφορίες δέκα χρόνια, καθώς και για τα άλλα βιβλία που έγραψα για την πειρατεία. Γενικά γύρω από αυτό το θέμα έψαξα πολύ. Όταν κατάλαβα πόσα λίγα στοιχεία υπάρχουν και πόσο λίγες είναι οι πηγές θεώρησα χρέος και καθήκον μου να ανακινήσω το ζήτημα αυτό. Γιατί οι πειρατές ήταν οι κλέφτες και οι αρματολοί της θάλασσας, για τους οποίους όμως δεν ξέρουμε τίποτα», τονίζει.

Με την ιστορία καταπιάνεται και το μυθιστόρημα που γράφει τώρα. «Ασχολούμαι με ένα πολύ μεγάλο ναυάγιο, δεν θα σας αποκαλύψω ποιο. Πρόκειται για κάτι που έγινε πριν από αιώνες και το ανακάλυψα τυχαία. Το μυθιστόρημα θα κυλάει σε δύο χρόνους: ο ένας θα είναι αυτός που συνέβη αυτό το γεγονός, το οποίο έχει πολύ σημασία για την ελληνική ιστορία και ο άλλος θα είναι ο μεσοπόλεμος στη διάρκεια του οποίου δύο άνθρωποι πηγαίνουν στον τόπο του ναυαγίου και το ψάχνουν, εξιχνιάζοντας μέσα από όλο αυτό τις ζωές και τις ψυχές τους. Δηλαδή το ναυάγιο γίνεται μια αφορμή να κοιτάξουν μέσα τους», αποκαλύπτει η συγγραφέας.

Με ήρωες πραγματικά πρόσωπα

Μιλάει με πάθος για όλα αυτά, χωρίς έπαρση και αλαζονεία, με τη σεμνότητα που θα έπρεπε κανονικά να διακρίνει τους ανθρώπους του πνεύματος. «Πόσο καλά γνωρίζεις τους ήρωές σου;», τη ρωτάω. «Δεν ξέρω να σου απαντήσω», λέει αμέσως και συνεχίζει: «Θα πω όμως ότι πολλές φορές είναι και πραγματικά πρόσωπα που τα μεταφέρω σε άλλον αιώνα, σε άλλη εποχή. Κάποιες άλλες είναι και πρόσωπα από το πολύ στενό μου περιβάλλον όπως ας πούμε ο γιος μου. Είναι κάποιοι χαρακτήρες δηλαδή που τους έχω δοκιμάσει, τους έχω ζήσει».

Παραδέχεται ότι συχνά ο συγγραφέας είναι κλέφτης προσωπικών στιγμών. «Πολλές φορές ντρέπομαι γιατί οι άλλοι είναι ανυποψίαστοι και τους παρακολουθώ κρυφά για να κλέψω λέξεις, φράσεις, αισθήματα. Δεν το κάνω όμως για κακό. Κάνω μία ζωντανή έρευνα στην ανθρώπινη ψυχή. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ και παίρνω κάποια στοιχεία».

Γυναίκα με άποψη, με πολιτική και κοινωνική θέση, σχολιάζει και όλα όσα συμβαίνουν σήμερα με τον κορονοϊό και την πανδημία. «Το βλέπω σαν έναν μεσαίωνα όλο αυτό που περνάμε. Έχει σταματήσει κάθε πολιτιστική δραστηριότητα. Οι συγγραφείς δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε τα βιβλία μας, οι ηθοποιοί δεν μπορούν να παίξουν τις παραστάσεις τους, δεν μπορούμε να κάνουμε φεστιβάλ, πολιτιστικές εκδηλώσεις... Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει όλο αυτό. Φοβάμαι πως ως ένα σημείο το πράγμα μπορεί να είναι και κατευθυνόμενο. Βλέπω γενικότερα σε όλο τον κόσμο και μία διάθεση αποψίλωσης των περιττών για το παγκόσμιο σύστημα πληθυσμών. Δεν είμαι συνωμοσιολόγος και καταλαβαίνω ότι είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση, αλλά το πώς ξεκίνησε ο ιός, το γιατί δεν πήραν μέτρα, όλα αυτά είναι ερωτήματα, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με αναπτυγμένες χώρες».

Τέλος, της θέτω μία πρόκληση: «Τι θα έγραφες για την εποχή του κορονοϊού;», τη ρωτάω. «Θα έγραφα διηγήματα. Δεν μπορώ να συνοψίσω αυτή την ατμόσφαιρα, αυτό το καθεστώς σε ένα αποτέλεσμα, δεν μπορώ να καταλήξω, δεν ξέρω πού θα πάει, έχω αμφιβολίες και γι’ αυτό θα προτιμούσα τη μικρή φόρμα», καταλήγει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11 Οκτωβρίου 2020