Saturday, February 12, 2022
ΟΜΕΡΤΑ
Όταν έφτασε η αστυνομία ήταν πια πολύ αργά. Ο Μαγγιόρος ξαπλωμένος σε μια λίμνη αίματος στη μέση του δρόμου, είχε παραδώσει το πνεύμα του. Ο αστυνόμος Ασημάκης έσκυψε και τον περιεργάστηκε. Το σώμα του ήταν βαριά χτυπημένο απ΄ τις ρόδες αυτοκινήτου. Κάποιος είχε περάσει από πάνω του. Ποιος όμως; Δύσκολα να διασχίσει αμάξι εκείνα τα γκρέμια. Και ο δρόμος στενός, χωματόδρομος, τυλιγόταν σαν φίδι γύρω απ΄ τα φαλακρά βουνά. Λίγες ελιές ξεπετάγονταν πού και πού δίνοντας μια ανάσα πρασίνου στο άγριο τοπίο. Ψηλά διακρίνονταν τα ερείπια ενός Μανιάτικου χωριού. Σηκώθηκε και κοίταξε τον βοηθό του, αστυνόμο Τζανετάκο.
-Τηλεφώνησε ο διοικητής απ’ το Γύθειο το πρωί, του είπε εκείνος. Ο πατέρας του Μαγγιόρου είναι συγγενής του κι ενδιαφέρεται προσωπικά για το θέμα.
-Δυστύχημα φαίνεται, μουρμούρισε ο Ασημάκης. Κάποιος ασυνείδητος τον χτύπησε, καθώς διέσχιζε το δρόμο για να πάει στον ελαιώνα του, έδειξε έναν μικρό ελαιώνα που απλωνόταν ως τις παρυφές της πλαγιάς.
-Ξέρεις την ιστορία του Μαγγιόρου; Άκουσε τη φωνή του Τζανετάκου.
-Ξέρω ότι ήταν ρεμάλι.
- Ο Γριλέας του πλήρωσε την εγγύηση για να γλιτώσει την φυλακή, γιατί είχε μπλέξει με κυκλώματα ναρκωτικών. Του έδωσε σπίτι στην Οχιά. Τον πήρε υπάλληλο στο ελαιοτριβείο του. Τον βοήθησε στα χρέη του. Κι αυτός πώς το ξεπλήρωσε; Τά’ πιασε με τη γυναίκα του ευεργέτη του, την Ποτίτσα.
-Να ‘ταν μόνο αυτό. Καταδικάστηκε για ξυλοδαρμό του πρώην εργοδότη του-δούλευε σε ταβέρνα στην Αθήνα. Το ποινικό του μητρώο βαρύνεται με εκβιασμούς, προστασίες και πολλά άλλα, είπε ο Ασημάκης και κοντοστάθηκε. Μεγάλο μούτρο.... Πάμε στο Κέντρο Υγείας, συνέχισε. Πρέπει να στείλουν ασθενοφόρο να τον πάρουν από κει, και μπαίνοντας βιαστικά στο περιπολικό, γύρισε το κλειδί στη μηχανή.
Στο αστυνομικό τμήμα οι δυο άντρες βρήκαν το διοικητή της αστυνομίας. Καθόταν σε μια φθαρμένη πολυθρόνα και ξεφύλλιζε μια τοπική εφημερίδα. Είχε φροντίσει να φτάσει πριν απ΄ αυτούς και τους περίμενε. Απ΄ τα παράθυρα γλιστρούσε ένας γλυκός γενναιόδωρος ήλιος.
-Να παραγγείλουμε καφέ, κύριε Διοικητά; Τον ρώτησαν.
-Όχι, όχι, έκανε εκείνος. Ποια είναι τα ευρήματά σας, μπήκε αμέσως στο θέμα.
- Δυστύχημα, απάντησε ο Ασημάκης. Πρέπει να έγινε σήμερα το πρωί. Κάποιος χτύπησε τον Μαγγιόρο με αμάξι και τον εγκατέλειψε. Τον βρήκε ο Σπαθόγιαννης, πηγαίνοντας να ανάψει το καντήλι στο εκκλησάκι στο βουνό και μας πήρε τηλέφωνο.
-Μου τηλεφώνησε κι εμένα. Με παρακάλεσε να ειδοποιήσω τον πατέρα του, είπε ο διοικητής και δίπλωσε την εφημερίδα του. Ο γέρος ισχυρίζεται ότι ήταν έγκλημα. Τον έφαγαν τον γιο μου, είπε.
-Ποιοι τον έφαγαν; Ρώτησε ο Ασημάκης.
-Θα το βρούμε, απάντησε κοφτά ο διοικητής. Έμαθα ότι δούλευε στο λιοτρίβι του Γριλέα. Πώς θα γίνει να μιλήσουμε μαζί του;
-Σήμερα είναι σε γάμο, στη Χαριά, πετάχτηκε ο Τζανετάκος. Παντρεύεται η ανιψιά του, η Κανέλλα.
-Γιατί δεν πεταγόμαστε ως εκεί, μήπως τον πετύχουμε; σηκώθηκε και έσιαξε το πηλίκιό του ο διοικητής.
-Πάμε, έκανε πρόθυμα ο Ασημάκης και ένευσε τον βοηθό του να ακολουθήσει.
Βρήκαν τον Γριλέα στον πύργο της νύφης, στην αυλή, κάτω από μια μεγάλη ελιά. Μόλις είχαν καθίσει στο τραπέζι που ήταν στρωμένο με μανιάτικα εδέσματα. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί εκεί από νωρίς. Επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα. Μόλις εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί, οι νεόνυμφοι τους προέτρεψαν να πάρουν θέση στο τραπέζι.
-Γριλέα, θέλω να μιλήσουμε, άρχισε ο διοικητής. Βρήκαμε τον υπάλληλό σου νεκρό κοντά στον ελαιώνα του. Κάποιος τον χτύπησε με το αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψε. Το γνωρίζεις;
-Όχι, έκανε εκείνος σαστισμένος.
Την ίδια στιγμή ένας ψίθυρος απλώθηκε απ΄ όλες τις μεριές.
- Τον σκότωσαν δηλαδή;…τι θλιβερό …δεν το ξέραμε…Κρίμα το παλικάρι…
-Πότε έγινε αυτό; Ρώτησε ο Γριλέας ταραγμένος.
-Το πρωί...Πού βρισκόσουν εσύ εκείνη την ώρα;
-Γιατί ρωτάς;
- Ήρθε απ΄ το σπίτι μας νωρίς για τις ετοιμασίες, πετάχτηκε η Κανέλλα.
-Είναι αδελφός μου, πρόσθεσε η μητέρα της. Ξέρετε ο άντρας μου πέθανε. Και αυτός είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχουμε στον κόσμο, έδειξε τον Γριλέα. Δεν μπορούσε να γίνει ο γάμος δίχως αυτόν.
-Και μετά πού πήγες; ξαναρώτησε ο Ασημάκης.
-Μα φυσικά στην Εκκλησία, πήρε το λόγο ο γαμπρός, ενώ όλοι έσπευσαν αμέσως να το επιβεβαιώσουν.Γίνεται να λείψει....
-Βλέπετε; έκανε ο Γριλέας μειδιώντας ελαφρά αλλά εμφανώς εκνευρισμένος. ΄Αδικα με ψάχνετε. Πάτε να ψάξετε αλλού.
Ο Ασημάκης τον πλησίασε. Πλάι στο πιάτο του υπήρχε ένα πιστόλι. Είχαν βγάλει όλοι τα όπλα στο τραπέζι για να ρίξουν μπαταριές. Γάμος γαρ. Ο αστυνόμος πήρε το πιστόλι και το περιεργάστηκε.
-Το αυτοκίνητό σου θέλει πλύσιμο, του είπε χαμηλόφωνα και του έδειξε ένα Ντάτσουν βουτηγμένο στα χώματα, παρκαρισμένο πλάι στον πέτρινο φράκτη της αυλής.
Διέκρινε ένα ελαφρό παίξιμο στα βλέφαρά του Γριλέα. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Δεν είπε τίποτα. Ένιωσε όμως την ανάσα του να λαχανιάζει.Πρέπει να είχε ταραχτεί.
-Πάμε κ. Διοικητά, συνέχισε ο Ασημάκης μειδιώντας.Να μη χαλάσουμε το γλέντι των ανθρώπων...Θα τα ξαναπούμε άλλη φορά.
Οι δυο άντρες μπήκαν βιαστικά στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο και φύγανε.
-Τον καλύπτουν, μουρμούρισε ο διοικητής καθώς έπαιρναν τη στροφή για το Γύθειο. Πέσαμε σε γδικιωμό. Και τα στόματα δεν ανοίγουν σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Αλλά κι ο τύπος ήταν κάθαρμα. Πήγαινε γυρεύοντας. Δεν τα κάνουν αυτά στη Μάνη.
-Εμείς τι θα δηλώσουμε αρχιφύλαξ; Ρώτησε ο Τζανετάκος καθώς οι δυο άντρες έμπαιναν στο Αστυνομικό Τμήμα.
-Δυστύχημα, απάντησε εκείνος. Μήπως έχουμε άλλες αποδείξεις, απάντησε.΄Εχουν κηρύξει ομερτά.Δεν το κατάλαβες.
-......Ό,τι πείτε, κούνησε το κεφάλι του ο Τζανετάκος.
΄Υστερα κατευθύνθηκε στο γραφείο του, τράβηξε την φθαρμένη δερμάτινη πολυθρόνα του και κάθισε. Άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό και άνοιξε το βιβλίο περιστατικών.Έσκυψε και άρχισε να γράφει. Αλλάζει η Μάνη....μουρμούρισε. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.... δεν αλλάζει...σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε απ΄το παράθυρο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.΄Ενα γλυκό κόκκινο έβαφε τα σύννεφα πάνω απ΄τη θάλασσα, ενώ το μαύρο της νύχτας είχε αρχίσει ήδη να βάφει τα γύρω βουνά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στην Εφημερίδα Εστία 30.4.2021
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment