Συνήθως σνόμπαρα τις κοινωνικές εκδηλώσεις αυτού του τύπου : συναντήσεις συμμαθητών , συναντήσεις συμπατριωτών , συναδέλφων , συναγωνιστών , συντρόφων κ.λ.π, συν-πασχόντων σε κάθε τομέα . Δεν με έπειθε ό,τι περιείχε τον όρο συν- γιατί αμφιβάλω πια σοβαρά για αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους και τείνω να πιστέψω πως ο άνθρωπος είναι ένα ιδιαίτερα μοναχικό είδος . Η ιδέα του συναμφότερου που λανσάρισε ο Κώστας Ζουράρις και στην οποία εστιάζει και η ορθόδοξη πίστη μου φαινόταν πια ως ένα κενό ιδεολόγημα μέσα σε μια κοινωνία που έχει περιάγει την λατρεία του Εγώ σε επίσημη θρησκεία και αξία .Όλα αυτά για το θεωρητικό σκέλος της υπόθεσης .Το πρακτικό ήταν ότι οι φιλίες χάθηκαν μέσα στα χρόνια και τις άτεγκτες υποχρεώσεις του καθενός μας , οι αγάπες ξεχάστηκαν , τα ονόματα έσβησαν από τη σκέψη , τα αισθήματα εξανεμίσθηκαν και τα σώματα βάρυναν και συχνά αρνούνται να μας ακολουθήσουν, παρόλο που κάποιες σπίθες νοσταλγίας αστράφτουν πότε πότε μέσα μας και τα καλούν .
Σ΄ αυτές τις σπίθες νοσταλγίας αποφάσισα να υπακούσω λοιπόν και με την γνωστή απροθυμία για κοινωνικές συναναστροφές που με χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια , σπρώχνοντας και προσπαθώντας να παραπλανήσω τον εαυτό μου , ξεκίνησα να συναντήσω ανθρώπους που είχα να δω από την ημέρα που τέλειωσα εκείνο το παράξενο σχολείο , το Γερμανικό . Γιατί παράξενο ; Γιατί προσπαθούσε να μας περάσει αξίες που δεν υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία και ήταν άκρως επικίνδυνες για το μέλλον μας : όπως η τάξη , η πειθαρχία , η αξιοκρατία , η εργατικότητα ,ο σεβασμός των θεσμών και των κανόνων , η ευγενής άμιλλα , η αίσθηση του καθήκοντος , η εκπλήρωση των υποχρεώσεών σου κλπ. Όλα αυτά βέβαια θα είχαν νόημα αν δεν μας περίμενε στη συνέχεια η καταβόθρα της ελληνικής κοινωνίας και η ισοπέδωση των πάντων που ακολούθησε.
Συναντηθήκαμε λοιπόν , μετά από τριαντα πέντε χρόνια , γκριζαρισμένοι , με περιττά κιλά , αραιωμένη κόμη , αλλά ακριβά ρούχα κι αυτοκίνητα , γερά επαγγέλματα και πορτοφόλια , πολλοί διακεκριμένοι σε υψηλές πανεπιστημιακές βαθμίδες του εσωτερικού και του εξωτερικού -όσοι είχαν την οξυδέρκεια να φύγουν στο εξωτερικό – είχαν διαπρέψει ακόμα περισσότερο . Οι γάμοι , δύσκολοι , ως επι το πλείστον χαλασμένοι. Παιδιά μεγάλα , στα πανεπιστήμια .Κανα δυο απολαμβάναμε και εγγόνια.
Το ραντεβού ήταν σ΄ ένα παραλιακό μπαρ της Λεωφόρου Νίκης , ο καιρός βροχερός όπως πάντα και η ατμόσφαιρα βαριά . Ανέβηκα διστακτικά τις σκάλες του μπαρ , στηρίχθηκα στο κάγκελο και για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω μια στροφή και να φύγω τρέχοντας . Αυτές οι αναδρομές στο παρελθόν με κουράζουν , το παρελθόν το αποφεύγω ως ο διάολος το λιβάνι , το δικό μου παρελθόν είναι άλλωστε βαρύ , γεμάτο ανατροπές , πάθη, έρωτες , μίση και ακρότητες . Είμαι και μανιάτισσα , δεν ξεχνάω εύκολα . Είχα και γι΄ αυτούς πολλά κρατημένα από τα εφηβικά μου χρόνια , αλλά δεν βαριέσαι , είπα , ας δείξω ανωτερότητα . Τα χρόνια άλλωστε περνούν . Δεν έχουμε περιθώρια ούτε για εκδίκηση .
Τις γυναίκες τις αναγνώρισα αμέσως .΄Αλλωστε πολλές απ΄ αυτές τις συναντούσα αραιά και που στην πόλη . ΄Εχουν και την πρόσθετη πολυτέλεια να περιποιούνται τον εαυτό τους και να κρύβουν χρόνια . Στους άντρες όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν . ΄Εβλεπα κάτι ηλικιωμένους κυρίους που με κοίταζαν μειδιώντας .Μετά από εξονυχιστική παρατήρηση ανακαλούσα τις μορφές τους σαν ψηφιδωτό που το ξανάφτιαχνα κομμάτι- κομμάτι μέσα στο μυαλό μου . Έρχονταν σιγά σιγά και οι φωνές , οι αφές ,η αύρα του κορμιού , η αίσθηση του άλλου που δεν αλλάζει όσο κι αν περνούν τα χρόνια .Και ξαφνικά ο πάγος ράγισε , ο χρόνος ράγισε , ο χώρος ράγισε .
Και βρεθήκαμε τριαντα πέντε χρόνια πριν , καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλον , όπως τότε περιμένοντας την εμφάνιση του καθηγητή στην τάξη ή το κουδούνισμα για το διάλειμμα, ή την εκφώνηση του θέματος στις εξετάσεις . Κι ένιωσα πως ξαναγίναμε πάλι μια μικρή κοινότητα ψυχών και σκοπών , αισθάνθηκα συν-υπεύθυνη , συν-ένοχη , συν-πάσχουσα στις σκέψεις και στα αισθήματα . Κι ήθελα να μείνουμε για πάντα εκεί όλοι μαζί κρατώντας το χρόνο ακίνητο , σ΄ ένα τόπο που δεν υπήρχε πια και που όμως τον είχαμε όλοι τόσο ανάγκη . Το ραντεβού μας ήταν στις εννιά και είχε πάει τρεις μετά τα μεσάνυχτα . Κανείς δεν έφευγε .Τα γκαρσόνια μας κοίταζαν αμήχανα. Ανάβαμε τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο για να παρατείνουμε την παραμονή μας . Βγάζαμε φωτογραφίες απ΄όλες τις δυνατές γωνίες και οπτικές.Αυτοί που μου άρεζαν τότε , αυτοί μου άρεσαν περιέργως και πάλι , αυτοί που είχα ερωτευτεί τότε , με αγκάλιασαν αλλιώς , με φίλησαν αλλιώς , αυτοί που δεν συμπαθούσα τότε , ήταν το ίδιο απόμακροι μαζί μου, αλλά εξίσου απαραίτητοι για την ιεροτελεστία της επιστροφής στα χρόνια της χαμένης εφηβείας μας .
Δώσαμε ραντεβού για το τέλος της χρονιάς στην αυλή του Σχολείου . Δεν ξέρω αν θα ξανάρθουν όλοι , ή αν υπάρξει πάλι η ίδια χημεία μεταξύ μας , ή αν βρω το κουράγιο για να ξαναπάω κι εγώ . Ξέρω ότι ποτέ δεν επαναλαμβάνονται τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο . Και γενικά αποφεύγω τις επαναλήψεις. Για δυο λόγους . Ή γιατί θα είναι αποτυχημένες και θα μοιάζουν με παρωδία της αρχικής ,ή γιατί θα μας γίνουν απαραίτητες και τότε πραγματικά αλοίμονό μας .
Σ΄ αυτές τις σπίθες νοσταλγίας αποφάσισα να υπακούσω λοιπόν και με την γνωστή απροθυμία για κοινωνικές συναναστροφές που με χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια , σπρώχνοντας και προσπαθώντας να παραπλανήσω τον εαυτό μου , ξεκίνησα να συναντήσω ανθρώπους που είχα να δω από την ημέρα που τέλειωσα εκείνο το παράξενο σχολείο , το Γερμανικό . Γιατί παράξενο ; Γιατί προσπαθούσε να μας περάσει αξίες που δεν υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία και ήταν άκρως επικίνδυνες για το μέλλον μας : όπως η τάξη , η πειθαρχία , η αξιοκρατία , η εργατικότητα ,ο σεβασμός των θεσμών και των κανόνων , η ευγενής άμιλλα , η αίσθηση του καθήκοντος , η εκπλήρωση των υποχρεώσεών σου κλπ. Όλα αυτά βέβαια θα είχαν νόημα αν δεν μας περίμενε στη συνέχεια η καταβόθρα της ελληνικής κοινωνίας και η ισοπέδωση των πάντων που ακολούθησε.
Συναντηθήκαμε λοιπόν , μετά από τριαντα πέντε χρόνια , γκριζαρισμένοι , με περιττά κιλά , αραιωμένη κόμη , αλλά ακριβά ρούχα κι αυτοκίνητα , γερά επαγγέλματα και πορτοφόλια , πολλοί διακεκριμένοι σε υψηλές πανεπιστημιακές βαθμίδες του εσωτερικού και του εξωτερικού -όσοι είχαν την οξυδέρκεια να φύγουν στο εξωτερικό – είχαν διαπρέψει ακόμα περισσότερο . Οι γάμοι , δύσκολοι , ως επι το πλείστον χαλασμένοι. Παιδιά μεγάλα , στα πανεπιστήμια .Κανα δυο απολαμβάναμε και εγγόνια.
Το ραντεβού ήταν σ΄ ένα παραλιακό μπαρ της Λεωφόρου Νίκης , ο καιρός βροχερός όπως πάντα και η ατμόσφαιρα βαριά . Ανέβηκα διστακτικά τις σκάλες του μπαρ , στηρίχθηκα στο κάγκελο και για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω μια στροφή και να φύγω τρέχοντας . Αυτές οι αναδρομές στο παρελθόν με κουράζουν , το παρελθόν το αποφεύγω ως ο διάολος το λιβάνι , το δικό μου παρελθόν είναι άλλωστε βαρύ , γεμάτο ανατροπές , πάθη, έρωτες , μίση και ακρότητες . Είμαι και μανιάτισσα , δεν ξεχνάω εύκολα . Είχα και γι΄ αυτούς πολλά κρατημένα από τα εφηβικά μου χρόνια , αλλά δεν βαριέσαι , είπα , ας δείξω ανωτερότητα . Τα χρόνια άλλωστε περνούν . Δεν έχουμε περιθώρια ούτε για εκδίκηση .
Τις γυναίκες τις αναγνώρισα αμέσως .΄Αλλωστε πολλές απ΄ αυτές τις συναντούσα αραιά και που στην πόλη . ΄Εχουν και την πρόσθετη πολυτέλεια να περιποιούνται τον εαυτό τους και να κρύβουν χρόνια . Στους άντρες όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν . ΄Εβλεπα κάτι ηλικιωμένους κυρίους που με κοίταζαν μειδιώντας .Μετά από εξονυχιστική παρατήρηση ανακαλούσα τις μορφές τους σαν ψηφιδωτό που το ξανάφτιαχνα κομμάτι- κομμάτι μέσα στο μυαλό μου . Έρχονταν σιγά σιγά και οι φωνές , οι αφές ,η αύρα του κορμιού , η αίσθηση του άλλου που δεν αλλάζει όσο κι αν περνούν τα χρόνια .Και ξαφνικά ο πάγος ράγισε , ο χρόνος ράγισε , ο χώρος ράγισε .
Και βρεθήκαμε τριαντα πέντε χρόνια πριν , καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλον , όπως τότε περιμένοντας την εμφάνιση του καθηγητή στην τάξη ή το κουδούνισμα για το διάλειμμα, ή την εκφώνηση του θέματος στις εξετάσεις . Κι ένιωσα πως ξαναγίναμε πάλι μια μικρή κοινότητα ψυχών και σκοπών , αισθάνθηκα συν-υπεύθυνη , συν-ένοχη , συν-πάσχουσα στις σκέψεις και στα αισθήματα . Κι ήθελα να μείνουμε για πάντα εκεί όλοι μαζί κρατώντας το χρόνο ακίνητο , σ΄ ένα τόπο που δεν υπήρχε πια και που όμως τον είχαμε όλοι τόσο ανάγκη . Το ραντεβού μας ήταν στις εννιά και είχε πάει τρεις μετά τα μεσάνυχτα . Κανείς δεν έφευγε .Τα γκαρσόνια μας κοίταζαν αμήχανα. Ανάβαμε τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο για να παρατείνουμε την παραμονή μας . Βγάζαμε φωτογραφίες απ΄όλες τις δυνατές γωνίες και οπτικές.Αυτοί που μου άρεζαν τότε , αυτοί μου άρεσαν περιέργως και πάλι , αυτοί που είχα ερωτευτεί τότε , με αγκάλιασαν αλλιώς , με φίλησαν αλλιώς , αυτοί που δεν συμπαθούσα τότε , ήταν το ίδιο απόμακροι μαζί μου, αλλά εξίσου απαραίτητοι για την ιεροτελεστία της επιστροφής στα χρόνια της χαμένης εφηβείας μας .
Δώσαμε ραντεβού για το τέλος της χρονιάς στην αυλή του Σχολείου . Δεν ξέρω αν θα ξανάρθουν όλοι , ή αν υπάρξει πάλι η ίδια χημεία μεταξύ μας , ή αν βρω το κουράγιο για να ξαναπάω κι εγώ . Ξέρω ότι ποτέ δεν επαναλαμβάνονται τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο . Και γενικά αποφεύγω τις επαναλήψεις. Για δυο λόγους . Ή γιατί θα είναι αποτυχημένες και θα μοιάζουν με παρωδία της αρχικής ,ή γιατί θα μας γίνουν απαραίτητες και τότε πραγματικά αλοίμονό μας .
14 comments:
Δε μου λες βρε Κατερινα μου,μεσα στους συμμαθητες σου ειναι και καποιος Δημητρης Βοκολιδης?Γιατι αμα ειναι θα μου πεσουν ολα τα μαλλια δηλαδη.
Κι αν ειναι μη μου πεις οτι ηρθε κιολας γιατι τοτε θ αυτοκτονησω.
Για πες!!!
πολυ καλα επραξες παντως και δεν εφυγες γιατι οπως ειπες παρακατω"Ξέρω ότι ποτέ δεν επαναλαμβάνονται τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο "
φιλια
Ναι ο Δημήτρης Βοκολίδης είναι συμμαθητή ς μου , είμασταν και κολλητοί αλλά πήγε στην Αθήνα .Εκεί εγκαταστάθηκε. Και μάλιστα είναι ένας απ΄ αυτούς που γούσταρα, τότε. Δεν ήρθε στην συγκέντρωση αλλά τον είδα πριν από δέκα χρόνια που μας κάλεσε στα γενέθλιά του σ΄ένα ωραίο σπίτι έξω απ΄τη Θεσσαλονίκη. Γιατί όμως ρωτάς;
Kατερινα μου
Ο Τακης ειναι πρωτος ξαδερφος μου αγαπουλα μου απο της μανας μου το σόι.Μεγαλωσαμε μαζι γιατι η μητερα του(που ειναι Γερμανιδα ,η ταντε Ελεωνορα) κι ο πατερας του( ο θειός μου ο Γιαννης) τον εστειλαν 5 χρονων απο την Γερμανια στο σπιτι μου ,για να μαθει τα πρωτα του ελληνικα.Ηταν καλοκαιρι του 1960.
Εκτοτε ημασταν αχωριστοι.Εγω βρικα σ αυτον το αδερφι που δεν ειχα ποτε κι αυτος σε μενα την γεφυρα με το ελληνικο περιβαλλον.Και φυσικα ειναι ο πρωτος που με συνοδευε σε παρτυ αργοτερα και ο πρωτος που μ εβγαζε για καφε στου Corfu cafe και σ ενα αλλο που μου φαινεται λεγοταν Σερανο στην Πριγκιπος Νικολαου.Γουσταρε πολυ τοτε μια Μελινα συμμαθητρια σας αλλα δεν νομιζω πως εγινε ποτε κατι μεταξυ τους.
Μετα εφυγε Γερμανια για σπουδες με σκοπο ναρθει καποια στιγμη να αναλαβει την επιχειρηση του θειου μου τα "Μακεδονικα Ηλεκτρονικα".
Να φανταστεις οτι καθε καλοκαιρι ολα αυτα τα χρονια ειμασταν τουλαχιστον 15 μερες διακοπες.Αλωνιζαμε τον τοπο.
Μετα συνδεθηκε με μια Γερμανιδα παιδοψυχιατρο κι εκανε τον γιο του.Ενα μηνα η δυο νομιζω μετα γεννησα κι εγω τον δικο μου.Ειχαμε τηλεφωνηθει,κλαιγαμε...και μου λεει :πως θα τον ονομασετε?Του λεω Νικο γιατι ειναι το ονομα του πεθερου μου .Τοτε μου λεει κι εγω Νικο θα τον πω.Ετσι κι εγινε.
Και βεβαια στα παρτυ των γενεθλιων του ημουν παντα εκει ακομη απο το αλλο σπιτι που εμενε μα και σ αυτο στο Νεο Ρυσιο.Με την επι χρονια συντροφο του πια ,την Φανη ,οταν ηταν Θεσσαλονικη βλεπομασταν πολυ συχνα.Προχθες τον πηρα τηλεφωνο και του ελεγα να ερθει να μας δει.
Τωρα ρε συ Κατερινα πες μου ...
Ποσο μικρος μπορει ναναι αυτος ο κοσμος?
Ποσο?
Σε φιλω
Πράγματι ο κόσμος είναι πολύ μικρός Φαραόνα μου.Με τον Τάκη περάσαμε 8 χρόνια μαζί γιατί το γερμανικό άρχισε για μας από την Πέμπτη Δημοτικού. Μετά χαθήκαμε γιατί εγώ παντρεύτηκα κι αυτός έφυγε στη Γερμανία. Τον συμπαθούσα ιδιαίτερα γιατί ήταν ανοιχτό μυαλό και δεν είχε καθόλου έπαρση.Όσο για την Μελίνα ήταν όντως συμμαθήτριά μας .΄Εφυγε όμως κάποια στιγμή από το Σχολείο. Όλα τα αγόρια ήταν τότε ερωτευμένα μαζί της γιατί ήταν πολύ πιο αναπτυγμένη από μας και πιο ξύπνια, ενώ εμείς παιδιαρίζαμε ακόμα. Νομίζω πως τελικά παντρεύτηκε έναν γερμανό και εγκαταστάθηκε στη Γερμανία. Αν τον δεις ή μιλήσεις μαζι΄ του δώστου χαιρετίσματα και πες του αν είναι στη Θεσσαλονίκη να έρθει στο χορό του Γερμανικού στο τέλος της χρονιάς όπου δώσαμε ραντεβού όλοι οι συμμαθητές του.
Ο Τάκης ήταν και πολύ ωραίο παιδί .Σωστός γερμανός. Ψηλός, ξανθός με γαλάζια μάτια .
Φυσικα και θα του το πω.Και μαλιστα θα του παρω αποψε τηλεφωνο και δεν θα το πιστευει πως γινεται εγω απο την Κερκυρα να τον ενημερωνω για την συναντηση σας.
Θα του κανω μεγαλη πλακα ασε να δεις θα σου πω.Θα σου στειλω μειλ καλυτερα, μολις θα εχω νεα.
Kουκλος ,εμενα ολες οι φιλες κι οι συμμαθητριες μου ηταν ερωτευμενες μαζι του.Με βαζανε να τους κανω κατι μαζι του,αλλα ο Τακης ηταν παντα μονογαμικος μεχρι αηδιας.
Κι ακομη ετσι ειναι.Χαμηλου προφιλ,χαβαλες,ανετος,πλακατζης,ηρεμος,κι εξω καρδια.Πολυ καλο παιδι ηταν και ειναι ετσι.
φιλια πολλα
Τελείως άσχετος με την συζήτησή σας, αλλά μια καλησπέρα είναι πάντα καλοδεχούμενη νομίζω έτσι;;;
Καλησπέρα Δημήτρη μου .
Αναπολούμε τα εφηβικά μας χρόνια .Τι να κάνουμε . Τα χρόνια περνούν και τώρα αρχίζουμε να εκτιμούμε μερικά πράγματα που τότε τα θεωρούσαμε ασήμαντα .
Πολύ συγκινητικό. Στη θέση σου όμως θα ξαναπήγαινα στην ίδια εκδήλωση.
Οι πιο όμορφες γυναίκες πάντως είναι οι πιο έξυπνες και καλοσυνάτες...
Τελικά είσαι όντως Μανιάτισσα :))
Κορώνα μου , αυτό είναι το καλύτερο κοπλιμέντο που άκουσα τον τελευταίο καιρό .Ναι είμαι μανιάτισσα .Γι΄αυτό και έχει μεγαλύτερη σημασία η δική μου η συγνώμη.Βγαίνει μέσα απο μεγάλη εσωτερική πάλη . Ξεσηκώνονται τα γονίδιά μου, τρελλαίνονται και φωνάζουν.΄Αλλωστε ξέρεις κι εσύ απ΄ αυτά . Ωστόσο θα ξαναπάω στην εκδήλωση το καλοκαίρι.Κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Μου άρεσε πολύ το κείμενό σου Κατερίνα. Τρυφερό και σκληρό συνάμα. Πραγματική μανιάτισσα, με ψυχή να πονάει και καρδιά να βλέπει σωστά. Μπράβο σου.
ΕΚΤ/Ελένη
Σ ευχαριστώ πολύ Ελένη μου. Το κείμενο μου βγήκε πολύ αυθόρμητα .Χωρίς και πολύ πολύ να το σκεφτώ. Ωραίες και οι φωτογραφίες που ανάρτησες στο μπλογκ σου. Θα μπορούσαν να είναι πίνακες ζωγραφικής. Φιλάκια
χααχχαχααχαχαχ το μουσι boy!!!!
Post a Comment