Saturday, April 3, 2010

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Ερωτήσεις στην Κατερίνα Καριζώνη

Από την Ελισάβετ Σπαντιδάκη

Την γοητεύει η ιστορία, η λογοτεχνία, οι πειρατές. Η Κατερίνα Καριζώνη, με το πρόσφατο βιβλίο της «Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες» δίνει βάθος στην αφηγηματική τεχνική της ιστορίας και με το άγγιγμά της προσδίδει άλλον αέρα στον τρόπο που μπορεί να καταγράφεται η ιστορία. Σχολιάζει, διηγείται και καταγράφει με συνοπτικό τρόπο την δική της ιστορία μέσα από τις παρακάτω ερωτήσεις δίνοντας μας την ευκαιρία να την απολαύσουμε εκ βαθέων

Χωρίς να θέλω να πέσω σε εύκολα συμπεράσματα, η επιλογή του «Μονόφθαλμου» ως «πρώτο όνομα» τίτλου είναι μάλλον προφανής. Γιατί, όμως, τον ξεχωρίσατε εσείς; Γιατί όχι τον Κρεβελιέ ή τον κάπτεν Γουλφ;

Ο Μονόφθαλμος ήταν ένας μανιάτης πειρατής, ο Νικολός Σάσσαρης, άγνωστος στην Ιστοριογραφία, η οποία δυστυχώς δεν ασχολήθηκε ποτέ συστηματικά με το ζήτημα της ελληνικής πειρατείας. Η ιστορία του Μονόφθαλμου προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες των απογόνων του πειρατή και από ένα μανιάτικο μοιρολόι που είναι γνωστό μεν στη Μάνη, αλλά άγνωστο στην υπόλοιπη Ελλάδα. Απ΄ αυτή την άποψη έχει μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία και γι΄ αυτό επέλεξα την ιστορία του για τίτλο. Απ΄ την άλλη η ιδιότητα του μονόφθαλμου πειρατή συνδέεται συνειρμικά με τις εικόνες που έχουμε για τους πειρατές απ΄ τα παιδικά βιβλία και τις παλιές πειρατικές ταινίες και παραπέμπει σε μια χαμένη και υπό μίαν έννοια, τρυφερή μυθολογία.

Το «Ταξίδι στο Λεβάντε» είναι αρκετά δυνατή ιστορία. Είναι απ’ αυτές που ο κόσμος, προτιμά να μην ξανακούσει. Εσείς, βλέπετε το φαινόμενο αυτό μόνο κυριολεκτικά όπως περιγράφεται στην ιστορία, ή λίγο βαθύτερα, σε καθημερινό, ίσως και επαγγελματικό, επίπεδο;

Φυσικά το βλέπω βαθύτερα και το συνδέω με την θηριωδία που ελλοχεύει μέσα στην ανθρώπινη φύση και που εκδηλώνεται μεταφορικά μεν , αλλά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής . Το τραγουδάκι που το τραγουδήσαμε όλοι στα παιδικά μας χρόνια «και τότε ρίξαμε τον κλήρο , να δούμε ποιος θα φαγωθεί ,οε, οε….» ήταν ίσως η πιο ωμή αλήθεια που πρωτομάθαμε για τον άνθρωπο. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί και πώς γράφτηκε αυτό το τραγούδι .Όταν ανακάλυψα ότι η ανθρωποφαγία ήταν πραγματικό γεγονός στον 17-18ο αιώνα, στις περιπτώσεις που τα πλοία παγιδεύονταν μέσα στην τρικυμία και δεν μπορούσαν για πολύ καιρό να πιάσουν λιμάνι, ή διένυαν μεγάλες αποστάσεις χωρίς επαρκείς προμήθειες τροφίμων, τότε εξήγησα και το τραγούδι και αποφάσισα να γράψω μια απ’ αυτές τις ιστορίες που ομολογώ πως με συγκλόνισαν.

Ερευνώντας για το υλικό του Μονόφθαλμου, υποθέτει κανείς ότι σκοντάψατε σε ιστορίες ανήκουστες, ξεχασμένες αλλά ενδιαφέρουσες. Θα μπορούσαν αυτές να σας εμπνεύσουν για τη συγγραφή κάποιου άλλου έργου ή την επινόηση κάποιου λογοτεχνικού ήρωα;

Ήδη γράφω ένα καινούργιο μυθιστόρημα με το υλικό που συγκέντρωσα. Κάθε πειρατής είναι ένα μυθιστόρημα από μόνος του. Θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου γράφοντας βιβλία για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά βέβαια δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Το καλοκαίρι θα κυκλοφορήσει ένα ιστορικό βιβλίο που έγραψα για την Μανιάτικη Πειρατεία. Και προς το τέλος του χρόνου πιστεύω να τελειώσει το καινούργιο μου μυθιστόρημα που πάλι συνδέεται με την πειρατεία αλλά υπό μία διαφορετική οπτική. Και έπεται συνέχεια.

Οι πειρατές είναι διαχρονική λογοτεχνική αξία. Γιατί μπορεί να θεωρηθούν πρόσωπα έμπνευσης;

Μερικοί θα μπορούσαν να γίνουν και σύμβολα του Έθνους και ήδη κάποιοι έγιναν: ο Μιαούλης, ο Λάμπρος Κατσώνης, ο Ιωάννης Καψής, η Μπουμπουλίνα, ο Λυμπεράκης Γερακάρης ,ακόμα και ο Κολοκοτρώνης υπήρξε πειρατής. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι καπετάνιοι του Αιγαίου που μεσουράνησαν στην εποχή τους ως πειρατές , έγιναν στη συνέχεια οπλαρχηγοί του 21 και συνέβαλαν στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, αν και παράνομοι και βίαιοι συχνά, έζησαν με πάθος , κυνήγησαν την περιπέτεια , πολέμησαν για τα ιδανικά τους και ανέτρεψαν τα κατεστημένα της εποχής τους . Απ΄ αυτή την άποψη είναι πρόσωπα που όχι μόνο μπορούν να εμπνεύσουν έναν συγγραφέα, αλλά κι έναν ολόκληρο λαό, αρκεί να φωτιστούν σωστά από την Ιστορία. Βέβαια οφείλω να πω ότι η πειρατεία είχε πάντα δυο όψεις, την επαναστατική και την άλλη που συνδεόταν με την αρπαγή και τη λεηλασία . Και αυτό δεν μπορούμε να το αποκρύψουμε .

Όπως και το γεγονός ότι άλλου είδους πειρατεία ασκούσε ο Μαυρογένης και οι πειρατές της Καραϊβικής κι άλλην οι πειρατές του Αιγαίου που πολεμούσαν ταυτόχρονα τους Οθωμανούς , αλλά και τους δυτικούς δυνάστες.

Αν ταυτιζόσασταν με κάποιον από τους πειρατές «σας», ποιος θα ήταν;

Θα ήθελα να ήμουν ο Ιωάννης Καψής. Γιατί ήταν πραγματικός επαναστάτης, ελευθέρωσε την Μήλο από τους τούρκους και την ανακήρυξε ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο στα 1670, εν μέσω μιας σκοτεινής περιόδου για τον ελληνισμό, όπου κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει κεφάλι.

Ποιον λογοτεχνικό ήρωα «ζηλέψατε» και θα θέλατε να τον είχατε γράψει εσείς;

Την πάπισσα Ιωάννα.

Γράφετε παραμύθια, γράφετε ποίηση και μυθιστορήματα και σας παθιάζουν οι πειρατές. Τι είναι αυτό που σας τραβάει στο γράψιμο; Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον «οικονομολόγο» μέσα σας με τη συγγραφέα Κατερίνα Καριζώνη;

Έγραφα από 7 χρονών , υπήρξα ένα αλαφροΐσκιωτο παιδί, κλεινόμουν μέσα στο δωμάτιό μου κι έγραφα ποιήματα, ιστορίες και παραμύθια .Το πρώτο μου βιβλίο το εξέδωσα 14 χρονών και ήταν μια ποιητική συλλογή. Το γράψιμο ήταν για μένα τρόπος ζωής. Οι σπουδές μου στα οικονομικά μου εξασφάλισαν ένα επάγγελμα για να δουλέψω για ένα σχετικά μικρό διάστημα 15 χρόνων στην Εθνική Τράπεζα. Εκεί τέλειωσαν και τα ενδιαφέροντά μου για την Οικονομία. Η λογοτεχνία όμως με ακολούθησε μέχρι σήμερα και ελπίζω να με ακολουθεί μέχρι το τέλος. Και τώρα που τα ξαναβλέπω όλα αυτά εκ των υστέρων πιστεύω ότι το διδακτορικό στην Οικονομία το έκανα για δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στη μεγάλη αφήγηση, δηλαδή στο μυθιστόρημα. Το θέμα του ήταν «η ελληνική παροικία της Αιγύπτου και το τραπεζικό κεφάλαιο» που αποτέλεσε στη συνέχεια και το υλικό για να γραφτεί το μυθιστόρημά μου «Τσάι με τον Καβάφη».

Σε πρόσφατες έρευνες του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, οι στατιστικές δείχνουν ότι η αναγνωσιμότητα στην Ελλάδα δεν είναι ανάλογη της υπόλοιπης Ευρώπης; Μπορείτε να το αποδώσετε κάπου; Στην επαγγελματική σας πορεία, διαπιστώσατε αλλαγή στην αναγνωστική συμπεριφορά του κοινού σας από περίοδο σε περίοδο;

Δυστυχώς οι έλληνες δεν διαβάζουν πολύ. Έχουν μάθει στην εύκολη ζωή, στην εύκολη διασκέδαση, είμαστε πιο εξωστρεφείς και επικοινωνιακοί -όχι πάντα με την καλή έννοια- απ’ ό,τι οι δυτικοευρωπαίοι. Μας έχουν επιβάλει επίσης κάποια πρότυπα ζωής που κάθε άλλο παρά συνδέονται με το βιβλίο και τον πολιτισμό. Οι συνθήκες της παιδείας απ’ την άλλη κάνουν απωθητικά τα βιβλία στα παιδιά γιατί τα συνδέουν με τους καθημερινούς καταναγκασμούς του σχολείου. Αλλά και οι συνθήκες της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα είναι τόσο καταθλιπτικές που αποστραγγίζουν τον μέσο άνθρωπο από κάθε ενδιαφέρον για το βιβλίο. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι τα πράγματα βελτιώνονται, προς μια διαφορετική όμως κατεύθυνση. Το ίντερνετ στο οποίο έχουν πια πρόσβαση όλοι αποτελεί μια μεγάλη δεξαμενή πληροφοριών και γνώσεων που προσφέρεται σε όλους. Καθώς το μορφωτικό επίπεδο ανεβαίνει και το κείμενο επιστρέφει στην οθόνη , απ’ όπου είχε εξοβελιστεί με την τηλεόραση, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να αποζητούν το βιβλίο , η το περιοδικό ή την εφημερίδα, ως αγαθά πολιτισμού , έστω και μέσα από ψηφιακές μορφές.

Θα μπορούσατε να σχολιάσετε την ανάπτυξη του eBook στην Ελλάδα; Πιστεύετε ότι θα ευοδώσει;

Αυτό το ερώτημα δεν μπορούν να το απαντήσουν ούτε οι ίδιοι οι εκδότες. Εφόσον όμως το eBook συνδέεται με χαμηλότερη τιμή και ευκολότερη πρόσβαση θα είναι προφανώς η μορφή με την οποία θα διαβάζονται τα βιβλία στο μέλλον . Για την ώρα, η γενιά η δική μου που συνδέθηκε με το χαρτί και το έντυπο , δύσκολα θα το εγκαταλείψει.

Θα μπορούσατε να παραλληλίσετε τους συγγραφείς με πειρατές; Έχουν άραγε κι αυτοί τα κουρσέματά τους; Τις καταιγίδες και τα ναυάγια που μπορούν να αγριέψουν την ψυχή τους; Ή και οι δεύτεροι, όπως και οι πρώτοι, γεννιούνται με την τρικυμία μέσα τους;

Οι συγγραφείς γεννιούνται με την τρικυμία μέσα τους, είναι εξ ορισμού ανεμοδαρμένοι απ’ τις εσωτερικές τους καταιγίδες. Δεν είναι πάντα προνόμιο το ταλέντο. Συχνά γίνεται καταστροφικό, σε όποιον το διαθέτει. Γι αυτό βγήκαν και οι όροι καταραμένος ποιητής , καταραμένος συγγραφέας, καταραμένος καλλιτέχνης. Η τέχνη είναι μια μορφή κατάρας, αλλά και ευλογίας ταυτόχρονα γιατί σε οδηγεί στην δημιουργία. Ωστόσο αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ εύκολα και ανώδυνα, θέλουν μεγάλες θυσίες. ’Όσο για το αν είμαστε πειρατές, το κάθε βιβλίο είναι ένα μεγάλο ρεσάλτο στην ψυχή του αναγνώστη, αλλά και ένα ρεσάλτο στο χάος που περιβάλει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το τι θα αλιεύσει ο συγγραφέας , τι θα προκύψει για τον πολιτισμό, αλλά κυρίως τι θα μείνει ως το τέλος, θα το κρίνει ο χρόνος.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΙΑ, 14-3-2010

No comments: