Sunday, July 3, 2011

ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


Επιστροφή

Έντυπη Έκδοση

Ερημος αφυπνίζεται;

Στην προηγούμενη βόλτα του ο ποδηλάτης επέδειξε το θάρρος να ισχυριστεί ότι, στην αφελέστατη ανάγνωσή τους, δύο ρήσεις του «σκοτεινού» Εφέσιου φιλόσοφου, του Ηράκλειτου, μπορεί και να αμφισβητηθούν, έστω στιγμιαία, και στην καθημερινή τους διάσταση, τουλάχιστον εν Ελλάδι· ότι ο χρόνος συχνά μοιάζει ή είναι ακίνητος, όπως και τα ποτάμια και οι θάλασσες, και ότι ασχέτως του πόσα και με ποια σφοδρότητα ρεύματα κινούνται υπό την επιφάνειά του, η πανδαμάτωρ επιφάνεια δεν το έχει σε τίποτα να ανασύρει στο πλάτος της και το βάθος της ώστε το φαίνεσθαι και το είναι να μην απέχουν και πολύ.

Στον ανθρώπινο μικρόκοσμο λοιπόν ρήσεις όπως η ηρακλείτειος Δεν μπορεί να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι ίσως να μην ισχύουν· κατά καιρούς και τόπους μπορεί επίσης να βρεθούν σε αντίπαλη θέση με το Τα πάντα ρει.

Σ' αυτές τις επιπόλαιες σκέψεις συνέδραμε και η οδός Ραβινιά του γάλλου ποιητή, ζωγράφου και πεζογράφου Μαξ Ζακόμπ (1876-1944).

Η οδός Ραβινιά

«Κανένας δεν κολυμπάει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι» έλεγε ο φιλόσοφος Ηράκλειτος. Κι όμως, είναι πάντα οι ίδιοι που ανεβαίνουν πάλι! Τις ίδιες ώρες περνάνε χαρούμενοι ή λυπημένοι. Εσείς όλοι, διαβάτες της οδού Ραβινιά, σας έχω δώσει ονόματα πεθαμένων της Ιστορίας! Να ο Αγαμέμνων! να η δις Χάνσκα! Ο Οδυσσέας είναι γαλατάς! Ο Πάτροκλος είναι κάτω στον δρόμο και κάποιος Φαραώ βρίσκεται δίπλα μου. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης είναι οι κυρίες του πέμπτου πατώματος. Αλλά εσένα, γέροντα ρακοσυλλέκτη, εσένα που, στο μαγικό πρωινό, έρχεσαι να πάρεις τα συντρίμμια: ακόμα ζωντανά, όταν σβήνω τη βαριά καλή μου λάμπα, εσένα που δεν σε ξέρω, φτωχέ κι όλο μυστήριο ρακοσυλλέκτη, εσένα ρακοσυλλέκτη, σε ονομάζω μ' ένα όνομα ένδοξο κι ευγενικό, σε λέω Ντοστογιέφσκι.

*************

Στη χώρα τού Παντού ο καλός βασιλιάς Συλβέστρος είχε από καιρό ανατραπεί. Σκοτεινοί κύκλοι του στρατού και συνωμότες της αυλής είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του και του είχαν αρπάξει τον θρόνο. Επικεφαλής τους ήταν ο άλλοτε πιστός σύμβουλος του Συλβέστρου, ο ραδιούργος Βανζέλ-βουλ. Η προσωπικότητα του Βανζέλ-βουλ ήταν στυγνή και αιμοβόρα, όπως στυγνή και αιμοσταγής θα ήταν και η βασιλεία του. Αμέσως μόλις ανέβηκε στον θρόνο άλλαξε το όνομα της χώρας. Η χώρα τού Παντού ονομάστηκε χώρα τού Πουθενά. Κι ακόμα απαγορεύτηκαν τρία πράγματα: τα λουλούδια, τα παιχνίδια και τα παραμύθια. Από την πρώτη μέρα κιόλας της βασιλείας του ο φριχτός μονάρχης διέταξε να ξεριζωθούν όλα τα λουλούδια της χώρας. Δεν έμεινε ούτε ένα χαμομήλι, ούτε ένα ταπεινό γαϊδουράγκαθο. Οι κάμποι ερήμωσαν, οι κήποι ρημάχτηκαν, τα πάρκα άδειασαν από τα λουλούδια. Ακόμη και οι γλάστρες στα μπαλκόνια των σπιτιών έγιναν κομμάτια.

Τη δεύτερη μέρα ο Βανζέλ-βουλ διέταξε να καταστραφούν όλα τα παιχνίδια της χώρας. Οποιος έκρυβε κάποιο παιχνίδι αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Ακόμη και τα εργοστάσια των παιχνιδιών γκρεμίστηκαν και οι μηχανές τους έλιωσαν σε χυτήρια για να φτιαχτούν από το μέταλλό τους σφαίρες και οβίδες. Η αστυνομία έκανε αιφνίδιες επιδρομές στα σπίτια για να διαπιστώσει αν είχε απομείνει κάποιο ίχνος παιχνιδιού. Ο τρόμος είχε απλωθεί σε όλο το βασίλειο.

Την τρίτη μέρα όμως , όταν ο Βανζέλ-βουλ δοκίμασε να καταργήσει τα παραμύθια, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Γιατί τα παραμύθια βρίσκονταν στα μυαλά των ανθρώπων. Ακόμη κι αν σκότωνε όλους τους παραμυθάδες της χώρας κι έκαιγε όλα τα βιβλία των παραμυθιών, οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να μιμούνται τα παραμύθια και να τα διηγούνται στα παιδιά τους κι αυτά στα δικά τους παιδιά και ούτω καθεξής. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Ο Βανζέλ-βουλ κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σ' αδιέξοδο. Εξυσε νευρικά το κεφάλι του, χτύπησε με μανία τα πόδια του στο πάτωμα κι έστειλε να φωνάξουν αμέσως τη συμβουλευτική του επιτροπή. Τα μέλη αυτής της επιτροπής ήταν άνθρωποι που παρίσταναν τους συνταγματολόγους, τους εργατολόγους, τους οικονομολόγους και τους θαυματοποιούς, φορούσαν μαύρες κουκούλες και ζούσαν από την ευπιστία των άλλων και σε βάρος τους. Ηταν όλοι τους δόλιοι, φαύλοι και ελεεινοί. Με άλλα λόγια, μιλούσαν την ίδια γλώσσα.

Ο Βανζέλ-βουλ τούς μάζεψε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι και τους εξήγησε το πρόβλημά του. Αμέσως επικράτησε γενική αμηχανία. Αλλοι ξύνονταν, άλλοι δάγκωναν σκεφτικοί τα μολύβια τους, άλλοι μουρμούριζαν διάφορα ακατάληπτα πράγματα. Η ώρα περνούσε και η ατμόσφαιρα γινόταν εκρηκτική. Τότε κάποιος σηκώθηκε και φώναξε:

- Το βρήκα!

Ηταν ο Βορβορούλ, ένας σκοτεινός και κολασμένος άνθρωπος που παρίστανε τον μάγο.

1. Για να απαλλαγούμε από τα παραμύθια, είπε, πρέπει να τα σβήσουμε από τα μυαλά των ανθρώπων!

2. Και πώς θα γίνει αυτό; πετάχτηκε ο Βανζέλ-βουλ.

3. Με την πλύση εγκεφάλου, απάντησε θριαμβευτικά ο Βορβορούλ.

4. Δηλαδή;

Τότε ο Βορβορούλ τού μίλησε για την τελευταία του εφεύρεση, ένα θαυματουργό φίλτρο που το έλεγαν παραμυθοκτόνο και το χρησιμοποιούσαν στην πλύση εγκεφάλου. Το φίλτρο αυτό ήταν άγευστο, εφταβρασμένο σε αίμα νυχτερίδας, είχε το χρώμα του ιωδίου και διαλυόταν αμέσως στο νερό. Μ' αυτό θα ράντιζαν το νερό στο κεντρικό υδραγωγείο κι από κει το μολυσμένο νερό θα διοχετευόταν σ' όλους τους σωλήνες και τις βρύσες της χώρας. Οι άνθρωποι θα το έπιναν ανυποψίαστοι κι ευθύς αμέσως θα έπεφταν σ' έναν παράξενο και βαθύ ύπνο, που θα κρατούσε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Οταν όμως θα ξυπνούσαν, δεν θα θυμούνταν πια κανένα παραμύθι.

Οι κουκουλοφόροι κατεργάρηδες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. (...) Ετσι κι έγινε. Ολόκληρη η χώρα βυθίστηκε σε ύπνο. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κοιμούνταν όλοι συνεχώς.

Ομως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει μια τρομερή παρενέργεια που θα προκαλούσε το μαγικό φίλτρο.

(...)

Κατερίνα Καριζώνη Χεκίμογλου, Η Δίκη των παραμυθιών

Απότομη διακοπή της συγκεκριμένης βόλτας, και γιατί τα περιθώρια του τόπου είναι δεδομένα και γιατί οι παρενέργειες φαρμάκων και φίλτρων σπάνια διαβάζονται από τους μη σχολαστικούς ασθενείς, και γιατί αρκεί ώς εδώ για να αποδειχτεί ότι το παραμύθι δεν απέχει όσο νομίζουμε από την πραγματικότητα. Αλλά καθώς το καλοκαίρι είναι αλύπητα παρόν -οι άνθρωποι ίσως ξεκουράζονται και η φαντασία τους έχει κάποια περιθώρια να ανθήσει με τη βοήθεια της δροσιάς του νερού και του υπολειπόμενου φυλλώματος-, τα παραμύθια θα γίνουν συχνή περιπλάνηση του Πεντάλ τους δύο εναπομείναντες μήνες του.

Το χρώμα του κόσμου είναι γεμάτο

θαύματα

Ερημος αφυπνίζεται

Κάποιο κλαδί πολύφυλλο λικνίζεται στην

άχνη

Μια μέρα βλέπεις τα όρη τ' αρωματικά

Μιαν άλλη τον απέραντο κάμπο με τα

καράβια.

Πιερ Ζαν Ζουβ (1887-1976), σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. *

No comments: