Οι μεταμορφώσεις του χώρου στην ποίηση της Θεσσαλονίκης
Γράφει η Κατερίνα Καριζώνη //
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι στην προσέγγιση της έννοιας του χώρου στις κοινωνικές επιστήμες. Ο Henri Lefebvre αναφέρει χαρακτηριστικά τέσσερεις τρόπους: τη μεταφυσική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία ο χώρος γίνεται αντιληπτός ως ιδέα, ως έννοια που υπερβαίνει το κοινωνικό γίγνεσθαι και υψώνεται πάνω από τη συμβατική του χρήση. Στον αντίποδα βρίσκεται η άποψη ότι ο χώρος – πέρα από την γεωγραφική του διάσταση- αποτελεί το προϊόν του κοινωνικού γίγνεσθαι και συνεπώς την αντικειμενικοποίησή του. ΄Ενας άλλος τρόπος ερμηνευτικής προσέγγισης έχει να κάνει με την αντίληψη του χώρου ως διαμεσότητας. Δηλ. ο χώρος νοείται ως μέσον για την κοινωνική δραστηριότητα, ως ικανός όρος για την πραγματοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή οι κοινωνικές διαστάσεις του χώρου διατηρούνται, ο ίδιος ο χώρος όμως υποκειμενικοποιείται, δεδομένου ότι η έννοια της διαμεσότητας προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου κοινωνικού υποκειμένου που ασκεί έλεγχο πάνω στο «μέσο». Κατά μια τέταρτη εκδοχή ο χώρος συνιστά τον τόπο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων, την γεωγραφική υποδοχή του ιστορικού– κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά και όσων τεκταίνονται στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ανάλογοι όμως κι εξίσου ενδιαφέροντες είναι οι τρόποι με τους οποίους οι ποιητές προσεγγίζουν τον φυσικό και τον κοινωνικό τους χώρο. Επιλέξαμε δειγματοληπτικά τέσσερεις ποιητές της Θεσσαλονίκης με βάση κάποια χαρακτηριστικά δείγματα γραφής τους, επιχειρώντας να παρουσιάσουμε τις διαφορετικές εκδοχές στην προσέγγιση του αστικού τοπίου της Θεσσαλονίκης. Κι αυτό γιατί η αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου αποτελεί βασική προϋπόθεση στην διαδικασία της ποιητικής μετουσίωσης, είτε αυτό δηλώνεται φανερά και άμεσα, είτε εκφράζεται μυστικά και υποδόρια.
Ζωή Καρέλλη
————————————-

‘‘Έχει πεθάνει ο θόρυβος μες στην ανήσυχη
Τούτη πόλη. Αυτό που ακούς είναι
Αντίλαλος μόνο απ΄ τη ζωή που επιμένει
Θλιβερή φωνή νεκρών
Ενθυμήσεις περπατούν στους
Άδειους δρόμους από ανθρώπους
Που είχαν ζήσει με πάθος κι ορμή…….…»
«Η φωνή της Καρέλλη απηχεί με καλλιέπεια μια αναζήτηση– οι εποχές όμως που αναφέρονται δεν αποτελούν τα παρελαύνοντα σημεία μιας ζωής, αλλά τα σημάδια ενός θανάτου», θα γράψει ο Κ. Μοσκώφ. Πράγματι η νεκρωμένη πόλη γίνεται το σύμβολο μιας πνευματικής υπέρβασης της καθημερινής πόλης.Το μεγαλείο της πηγάζει από την απόσταση του χρόνου, το πνευματικό στοιχείο από τις εικόνες της παροπλισμένης ζωής. Η αφ’ υψηλού θεώρηση του αστικού περιβάλλοντος, κλείνει μέσα της την μοναχικότητα της ποιήτριας. Γράφει αλλού η Ζωή Καρέλλη:
«Αρχές Φθινοπώρου του 48
Περιμένουν στην πόλη τη γιορτή
Του πολιούχου , αναστήλωσαν
Την κατεστραμμένη εκκλησία
Οι κάτοικοι της πόλης Θεσσαλονίκης
Περιμένουν να παρακαλέσουν
Να ειρηνέψει η πατρίδα τους
Από λιμού, λοιμού, καταποντισμού ,
Πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων
Εμφυλίου πολέμου……….»
Εδώ επισημαίνει κανείς την προσπάθεια της Καρέλλη να δώσει μια διάσταση ιστορικότητας στους στίχους της. Η ιστορικότητα όμως πηγάζει από την θρησκευτική προσήλωση στα σύμβολα της πόλης και της ορθοδοξίας που περίπου ταυτίζονται. Η κίνηση της Ιστορίας βρίσκεται στο χώρο του Θείου, του υπερβατικού, του υπερκόσμιου. Τα γεγονότα είναι οι αχνές αποτυπώσεις του, η δυνατότητα απελευθέρωσης της ζωής περικλείεται μέσα στις συνιστώσες μιας προσωπικής κοσμοθεώρησης, πέρα απ΄ το καθημερινό γίγνεσθαι, το χρόνο, σε κάποιο αναλλοίωτο σύστημα αξιών που εγγράφεται στο χώρο της θρησκευτικής πίστης. Οι λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων δίνονται έξω απ΄ τον κοινωνικό χώρο και χρόνο. Η παρέμβαση των αγίων στην ζωή της πόλης είναι το συνεκτικό της στοιχείο, είναι η μόνη δυναμική των κοινωνικών σχέσεων, η κινητήρια δύναμη της ίδιας της πόλης. Ο σεβασμός του προσκυνητή των θρησκευτικών εικόνων ταυτίζεται με το ύφος της ποιητικής καταγραφής των αστικών τοπίων, η προσέγγιση μέσα από τις μνήμες των κοσμικών στοιχείων της πόλης μοιάζει με τη μύηση του πιστού στα θεία. Η αίσθηση του μνημείου εναλλάσσεται συχνά με τη λαχτάρα για τη ζωή και αποτελεί τον κεντρικό άξονα της θεματικής της. Έτσι, υπάρχουν στιγμές που η ποιήτρια στέκεται εκστατική μπροστά στη λάμψη μιας καθημερινής εικόνας, ή κάποιου τυχαίου περιστατικού που έλκει τη γοητεία του από το αίσθημα του φευγαλέου. Και αυτά η ποιήτρια τα συλλαμβάνει και τα μετουσιώνει με εξαιρετική ευαισθησία, λυρισμό και εικονοποιητική δύναμη. Ωστόσο στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη, δεν βρίσκουμε πουθενά στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, ή τα υλικά κάποιου κοινωνικού οράματος. Η ιδεαλιστική προσέγγιση της πόλης-ενδεχομένως- συνοδεύεται από μια αντίστοιχη στάση ζωής απέναντι στις κοινωνικές σχέσεις, τα πολιτικά προβλήματα και τα ιδεολογικά κινήματα που συνδέθηκαν με την ιστορία της Θεσσαλονίκης και διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της.
Τούτη πόλη. Αυτό που ακούς είναι
Αντίλαλος μόνο απ΄ τη ζωή που επιμένει
Θλιβερή φωνή νεκρών
Ενθυμήσεις περπατούν στους
Άδειους δρόμους από ανθρώπους
Που είχαν ζήσει με πάθος κι ορμή…….…»
«Η φωνή της Καρέλλη απηχεί με καλλιέπεια μια αναζήτηση– οι εποχές όμως που αναφέρονται δεν αποτελούν τα παρελαύνοντα σημεία μιας ζωής, αλλά τα σημάδια ενός θανάτου», θα γράψει ο Κ. Μοσκώφ. Πράγματι η νεκρωμένη πόλη γίνεται το σύμβολο μιας πνευματικής υπέρβασης της καθημερινής πόλης.Το μεγαλείο της πηγάζει από την απόσταση του χρόνου, το πνευματικό στοιχείο από τις εικόνες της παροπλισμένης ζωής. Η αφ’ υψηλού θεώρηση του αστικού περιβάλλοντος, κλείνει μέσα της την μοναχικότητα της ποιήτριας. Γράφει αλλού η Ζωή Καρέλλη:
«Αρχές Φθινοπώρου του 48
Περιμένουν στην πόλη τη γιορτή
Του πολιούχου , αναστήλωσαν
Την κατεστραμμένη εκκλησία
Οι κάτοικοι της πόλης Θεσσαλονίκης
Περιμένουν να παρακαλέσουν
Να ειρηνέψει η πατρίδα τους
Από λιμού, λοιμού, καταποντισμού ,
Πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων
Εμφυλίου πολέμου……….»
Εδώ επισημαίνει κανείς την προσπάθεια της Καρέλλη να δώσει μια διάσταση ιστορικότητας στους στίχους της. Η ιστορικότητα όμως πηγάζει από την θρησκευτική προσήλωση στα σύμβολα της πόλης και της ορθοδοξίας που περίπου ταυτίζονται. Η κίνηση της Ιστορίας βρίσκεται στο χώρο του Θείου, του υπερβατικού, του υπερκόσμιου. Τα γεγονότα είναι οι αχνές αποτυπώσεις του, η δυνατότητα απελευθέρωσης της ζωής περικλείεται μέσα στις συνιστώσες μιας προσωπικής κοσμοθεώρησης, πέρα απ΄ το καθημερινό γίγνεσθαι, το χρόνο, σε κάποιο αναλλοίωτο σύστημα αξιών που εγγράφεται στο χώρο της θρησκευτικής πίστης. Οι λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων δίνονται έξω απ΄ τον κοινωνικό χώρο και χρόνο. Η παρέμβαση των αγίων στην ζωή της πόλης είναι το συνεκτικό της στοιχείο, είναι η μόνη δυναμική των κοινωνικών σχέσεων, η κινητήρια δύναμη της ίδιας της πόλης. Ο σεβασμός του προσκυνητή των θρησκευτικών εικόνων ταυτίζεται με το ύφος της ποιητικής καταγραφής των αστικών τοπίων, η προσέγγιση μέσα από τις μνήμες των κοσμικών στοιχείων της πόλης μοιάζει με τη μύηση του πιστού στα θεία. Η αίσθηση του μνημείου εναλλάσσεται συχνά με τη λαχτάρα για τη ζωή και αποτελεί τον κεντρικό άξονα της θεματικής της. Έτσι, υπάρχουν στιγμές που η ποιήτρια στέκεται εκστατική μπροστά στη λάμψη μιας καθημερινής εικόνας, ή κάποιου τυχαίου περιστατικού που έλκει τη γοητεία του από το αίσθημα του φευγαλέου. Και αυτά η ποιήτρια τα συλλαμβάνει και τα μετουσιώνει με εξαιρετική ευαισθησία, λυρισμό και εικονοποιητική δύναμη. Ωστόσο στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη, δεν βρίσκουμε πουθενά στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, ή τα υλικά κάποιου κοινωνικού οράματος. Η ιδεαλιστική προσέγγιση της πόλης-ενδεχομένως- συνοδεύεται από μια αντίστοιχη στάση ζωής απέναντι στις κοινωνικές σχέσεις, τα πολιτικά προβλήματα και τα ιδεολογικά κινήματα που συνδέθηκαν με την ιστορία της Θεσσαλονίκης και διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της.
Νίκος -Αλέξης Ασλάνογλου
————————————-

«Το ποιήμα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
Σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
…………θέλω να είναι αγώνας , όχι μουσική
Που λύνεται
Μα πάθος για την έκφραση μιας ασυναρτησίας
Μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
Αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα….»
Νομίζω πως το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνοπτικό ποιητικό μανιφέστο του Ασλάνογλου, το πιστεύω του στις λέξεις που κρύβουν τις ποιητικές ψηφίδες του.
Η τοπιογραφία του Νίκου- Αλέξη Ασλάνογλου οριοθετείται από συγκεκριμένους χώρους της πόλης, όπως: η πλατεία Ναυαρίνου, οι τάφοι της Αγίας Παρασκευής, τα Κάστρα, ο παλιός σταθμός, η Μίκρα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις γίνεται αδιόρατο σκηνικό και κλίμα που παράγει τις ποιητικές εικόνες. Στη Θεσσαλονίκη βρέχει συχνά, η πόλη αναδίδει μια υγρή ατμόσφαιρα. Η υγρασία γίνεται πηγή ενός διάχυτου και πνιγηρού ερωτισμού. Η θάλασσα παρά την σταθερή παρουσία της παραμένει αδιέξοδη. Αυτή η θάλασσα που διακρίνει ο ποιητής δεν είναι ικανή να προκαλέσει ταξίδια. Μοιάζει περισσότερο με αίνιγμα, με σκοτεινή πληγή που διαβρώνει αθόρυβα το σώμα της πόλης. Στην ποίηση του Αλέξη Ασλάνογλου η προσέγγιση του αστικού χώρου δεν διαπνέεται από κάποια διάθεση κοινωνικής ρήξης. Ο κοινωνικός προβληματισμός συγχωνεύεται με το προσωπικό του βίωμα και εκφράζεται ως αγωνία για τη μοναξιά και τις διαφορετικές εκφάνσεις της. Οι συμβολισμοί της πόλης συνδέονται με τη μνήμη του ερωτικού συναισθήματος, τα σχήματα και οι ήχοι της με την αίσθηση του ακυρωμένου έρωτα και την ιστορία του. Ο θάνατος, η άλλη όψη του ερωτικού στοιχείου έρπει στην πόλη και στοιχειώνει τα είδωλά της .
Σε μια ποίηση χαμηλών τόνων σαν αυτή του Ασλάνογλου, το στοιχείο του ήχου κατέχει μια κεντρική θέση μια και σε τελευταία ανάλυση οι αισθητικές εναλλαγές αυτής της ποιητικής δεν είναι τίποτα άλλο από εναλλαγές ήχων. Όμως οι ήχοι υπάρχουν στο εξωτερικό περιβάλλον, προέρχονται από την καθημερινή ζωή της πόλης, είναι οι εμπορευματικοί της ήχοι, ο θόρυβος που προκαλεί το πλήθος των συναλλασσομένων στους δρόμους, στις πλατείες, στην αγορά, το πλήθος που κυκλοφορεί ως το σούρουπο και διαλύεται, όταν τα φώτα χαμηλώνουν. Η ηχητική προσέγγιση της πόλης δίνει την εντύπωση ότι η ζωή σ΄ αυτήν ρέει με χαμηλούς τόνους και αργόσυρτους ρυθμούς που άλλωστε διαμορφώνονται από την κυριαρχία του μικροαστικού στοιχείου και την αφομοίωση του προσφυγικού πληθυσμού που εισάγει τις δικές του βιωματικές αντίστοιχες μ΄ αυτούς τους ρυθμούς αντιλήψεις. Τα στοιχεία αυτών των ήχων και των σχημάτων δεν είναι αντιληπτά χωρίς τη σύνδεση με την πόλη και τα σημεία της.
«Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα, γράφει ο Ασλάνογλου,
Θα αγκαλιάσω με τα μάτια
Την πόλη και θα πνιγώ στην δίνη των χρωματιστών νερών……..
Μες στη νεροσυρμή δεν θα σε ξαναδώ ποτέ
Μια νύχτα θα αγαπηθούμε για πάντα
Καθώς η θάλασσα θα με ξεβράζει
Στον υγρά ουρανό.»
Σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
…………θέλω να είναι αγώνας , όχι μουσική
Που λύνεται
Μα πάθος για την έκφραση μιας ασυναρτησίας
Μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
Αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα….»
Νομίζω πως το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνοπτικό ποιητικό μανιφέστο του Ασλάνογλου, το πιστεύω του στις λέξεις που κρύβουν τις ποιητικές ψηφίδες του.
Η τοπιογραφία του Νίκου- Αλέξη Ασλάνογλου οριοθετείται από συγκεκριμένους χώρους της πόλης, όπως: η πλατεία Ναυαρίνου, οι τάφοι της Αγίας Παρασκευής, τα Κάστρα, ο παλιός σταθμός, η Μίκρα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις γίνεται αδιόρατο σκηνικό και κλίμα που παράγει τις ποιητικές εικόνες. Στη Θεσσαλονίκη βρέχει συχνά, η πόλη αναδίδει μια υγρή ατμόσφαιρα. Η υγρασία γίνεται πηγή ενός διάχυτου και πνιγηρού ερωτισμού. Η θάλασσα παρά την σταθερή παρουσία της παραμένει αδιέξοδη. Αυτή η θάλασσα που διακρίνει ο ποιητής δεν είναι ικανή να προκαλέσει ταξίδια. Μοιάζει περισσότερο με αίνιγμα, με σκοτεινή πληγή που διαβρώνει αθόρυβα το σώμα της πόλης. Στην ποίηση του Αλέξη Ασλάνογλου η προσέγγιση του αστικού χώρου δεν διαπνέεται από κάποια διάθεση κοινωνικής ρήξης. Ο κοινωνικός προβληματισμός συγχωνεύεται με το προσωπικό του βίωμα και εκφράζεται ως αγωνία για τη μοναξιά και τις διαφορετικές εκφάνσεις της. Οι συμβολισμοί της πόλης συνδέονται με τη μνήμη του ερωτικού συναισθήματος, τα σχήματα και οι ήχοι της με την αίσθηση του ακυρωμένου έρωτα και την ιστορία του. Ο θάνατος, η άλλη όψη του ερωτικού στοιχείου έρπει στην πόλη και στοιχειώνει τα είδωλά της .
Σε μια ποίηση χαμηλών τόνων σαν αυτή του Ασλάνογλου, το στοιχείο του ήχου κατέχει μια κεντρική θέση μια και σε τελευταία ανάλυση οι αισθητικές εναλλαγές αυτής της ποιητικής δεν είναι τίποτα άλλο από εναλλαγές ήχων. Όμως οι ήχοι υπάρχουν στο εξωτερικό περιβάλλον, προέρχονται από την καθημερινή ζωή της πόλης, είναι οι εμπορευματικοί της ήχοι, ο θόρυβος που προκαλεί το πλήθος των συναλλασσομένων στους δρόμους, στις πλατείες, στην αγορά, το πλήθος που κυκλοφορεί ως το σούρουπο και διαλύεται, όταν τα φώτα χαμηλώνουν. Η ηχητική προσέγγιση της πόλης δίνει την εντύπωση ότι η ζωή σ΄ αυτήν ρέει με χαμηλούς τόνους και αργόσυρτους ρυθμούς που άλλωστε διαμορφώνονται από την κυριαρχία του μικροαστικού στοιχείου και την αφομοίωση του προσφυγικού πληθυσμού που εισάγει τις δικές του βιωματικές αντίστοιχες μ΄ αυτούς τους ρυθμούς αντιλήψεις. Τα στοιχεία αυτών των ήχων και των σχημάτων δεν είναι αντιληπτά χωρίς τη σύνδεση με την πόλη και τα σημεία της.
«Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα, γράφει ο Ασλάνογλου,
Θα αγκαλιάσω με τα μάτια
Την πόλη και θα πνιγώ στην δίνη των χρωματιστών νερών……..
Μες στη νεροσυρμή δεν θα σε ξαναδώ ποτέ
Μια νύχτα θα αγαπηθούμε για πάντα
Καθώς η θάλασσα θα με ξεβράζει
Στον υγρά ουρανό.»
Τάκης Γραμμένος
————————————-

«Οι πολυκατοικίες εμπνέουν κάτι
Από τον σεβασμό των εκκλησιών
Έ΄τσι όπως τις περιβάλλουν στοργικά
Τα πρωινά καμιά φορά,
Αφού περάσει η φόρτσα των εργατουπαλλήλων
Κι απλωθούνε τα λευκά σεντόνια στα μπαλκόνια
Σταματάει να τρίζει ο μεγάλος ξύλινος τροχός
Και βγαίνει πρωτοεξαπτέρυγο ο ήλιος μεσα στην αχλύ
Απ΄τα καλώδια κρεμιούνται πολυέλαιοι…».
Η εικόνα της Θεσσαλονίκης φωτίζεται από το παρελθόν της, μόνο που σε αντίθεση με τη Ζωή Καρέλλη, το παρελθόν δεν αποστασιοποιείται, αλλά συμπλέει με το παρόν και διαρκώς το ανασυνθέτει. Επεμβαίνει διορθωτικά πάνω του. Η ασκήμια των πολυκατοικιών περιβάλλεται από το θρησκευτικό συναίσθημα που εμπνέει η παρουσία των βυζαντινών εκκλησιών, ο ήλιος τυλίγεται στην αχλύ της ορθοδοξίας, τα καλώδια της ΔΕΗ στηρίζουν μυθικούς πολυέλαιους. Στην πόλη λαμβάνει χώρα μια μυσταγωγία, κατά την οποία συντελείται η καθημερινή μεταμόρφωση του τοπίου της.
«Αρχίζει η μυσταγωγία των πλατειών, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής
Η αθλιότητα της θλίψης γίνεται άνθη
Άγνωστα στις πόλεις των μυχών
Παραπετάσματα από φτερά παγωνιών πέφτουνε στα δυτικά
Στις γωνίες ζωγραφίζονται ωραίοι άγγελοι
Ίσαμε το βράδυ βαστάει αυτή η μυσταγωγία»
Η προσωπική στάση του ποιητή απέναντι στην πόλη είναι η στάση του βυζαντινού εικονοποιού, αλλά και του τυμβωρύχου. Η κοινωνική κριτική, όπου αυτή απαντάται, ασκείται με τη θρησκοληψία ενός οπαδού της πόλης. Ο Τάκης Γραμμένος, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, παρατηρεί το αστικό και κοινωνικό τοπίο της Θεσσαλονίκης ως ιστορία, γι΄ αυτό και η κριτική του είναι η κριτική ενός ιστορικού της τέχνης των πόλεων. Ο μυστικισμός που κρύβεται σ΄ αυτή την οπτική, είναι ο μυστικισμός της ποίησής του. Η ιστορία έχει μια υπερβατική δύναμη πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους. Γίνεται πολλές φορές η ίδια η μοίρα που τους καθοδηγεί. Για τον ποιητή το πεπρωμένο αυτού του κόσμου βρίσκεται στο παρελθόν του, χωρίς όμως ο ίδιος να αποστρέφει το βλέμμα του από το παρόν.
Η ποίηση του Τάκη Γραμμένου διαθέτει ταυτόχρονα και τον υπερρεαλισμό των παραμυθιών. Η μυθολογία του όμως αντλείται από τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και της βυζαντινής παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Και δεν πρόκειται για μια μυθολογία στείρα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις για μια κριτική ενατένιση του κόσμου της πόλης. Η στάση αυτή αφήνει συχνά να διαφανεί μια βαθύτερη απαισιοδοξία που κατατρέχει τον ίδιο τον ποιητή. Η σκοτοδίνη είναι η ενδότερη φύση των πραγμάτων, μας προειδοποιεί, το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου είναι το αδιέξοδο του ιδεαλισμού και της μοιρολατρίας, ενώ η γνώση της Ιστορίας προκαλεί οδύνες σε όσους την κατέχουν. Σε μια πολυεθνική πόλη με πολυκύμαντη ιστορία, όπως η Θεσσαλονίκη, που φιλοξένησε διαφορετικούς πληθυσμούς, γνώρισε πολέμους, κοινωνικές αναστατώσεις, βίωσε τις συμφορές του Εμφυλίου, της Κατοχής, τις ανατροπές που έφεραν οι νέοι ρυθμοί και συρμοί στη μεταπολεμική Ελλάδα, το μέλλον, κατά τον Τάκη Γραμμένο, προετοιμάζεται κάπου στα θεμέλια της, η καινούργια μυθολογία της βρίσκεται στις ανασκαφές, κοντά στη θλίψη των μνημείων, πολύ βαθειά στο χώμα, πολύ βαθειά στα όνειρα .
Η ποίηση του Τάκη Γραμμένου διαθέτει ταυτόχρονα και τον υπερρεαλισμό των παραμυθιών. Η μυθολογία του όμως αντλείται από τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και της βυζαντινής παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Και δεν πρόκειται για μια μυθολογία στείρα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις για μια κριτική ενατένιση του κόσμου της πόλης. Η στάση αυτή αφήνει συχνά να διαφανεί μια βαθύτερη απαισιοδοξία που κατατρέχει τον ίδιο τον ποιητή. Η σκοτοδίνη είναι η ενδότερη φύση των πραγμάτων, μας προειδοποιεί, το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου είναι το αδιέξοδο του ιδεαλισμού και της μοιρολατρίας, ενώ η γνώση της Ιστορίας προκαλεί οδύνες σε όσους την κατέχουν. Σε μια πολυεθνική πόλη με πολυκύμαντη ιστορία, όπως η Θεσσαλονίκη, που φιλοξένησε διαφορετικούς πληθυσμούς, γνώρισε πολέμους, κοινωνικές αναστατώσεις, βίωσε τις συμφορές του Εμφυλίου, της Κατοχής, τις ανατροπές που έφεραν οι νέοι ρυθμοί και συρμοί στη μεταπολεμική Ελλάδα, το μέλλον, κατά τον Τάκη Γραμμένο, προετοιμάζεται κάπου στα θεμέλια της, η καινούργια μυθολογία της βρίσκεται στις ανασκαφές, κοντά στη θλίψη των μνημείων, πολύ βαθειά στο χώμα, πολύ βαθειά στα όνειρα .
Μανώλης Αναγνωστάκης
————————————-

«Στην οδό Αιγύπτου, πρώτη πάροδος δεξιά
Υψώνεται το μέγαρο της τράπεζας συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουν
Από τα τόσα τροχοφόρα…..»
Εδώ η πολυσυζητημένη οδός Αιγύπτου δεν προσδιορίζει μια περιοχή, αλλά κάποιες κοινωνικές διεργασίες που έχουν ήδη συντελεστεί, το μέγαρο της τράπεζας συναλλαγών δεν σηματοδοτεί ένα κτίριο, αλλά ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως δεν αποτελούν σημεία αναφοράς της πόλης, αλλά αφορμές για να εκφραστεί ποιητικά η κοινωνική αμφισβήτηση. Η πόλη ξανακτίζεται στην ποίηση του Αναγνωστάκη αλλά ενσωματώνει στα τοπία της τη μεταπολεμική δοκιμασία της , γίνεται το περίβλημα μιας εχθρικής και αλλότριας για τον ποιητή, φοράς των πραγμάτων. Στα τοπωνύμια ελλοχεύουν μνήμες που συνδέθηκαν κατά καιρούς με τραυματικά βιώματα. Τα χωρικά σημεία της πόλης μετατρέπονται σε στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού και παράγουν πολιτικούς συνειρμούς . Το όραμα της πόλης είναι τοποθετημένο στη σκιά της πολιτικής αγωνίας του τόπου και του ποιητή.
Είναι όμως το σύνολο αυτών των αναφορών η Θεσσαλονίκη, ή θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη πόλη; Ο Αναγνωστάκης δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ για το ζήτημα παρά μονάχα στο μέτρο που τον βοηθά να τακτοποιήσει τις ποιητικές αναζητήσεις του. Χρησιμοποιεί τους συμβολισμούς της πόλης ως κώδικες του προσωπικού του ιδιώματος, καθώς προκαλούν ισχυρές και κυρίως συλλογικές αλληγορίες που μπορεί να τις μοιραστεί με τους άλλους. Ο ίδιος δηλώνει άλλωστε σαφώς, υπέρ της αξίας των συμβόλων στην πολιτική σκέψη, αλλά και στην ποιητική γραφή.
«Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη , ο Ραούλ ,η οδός Αιγύπτου ,
Η 3η Μαίου , το τραμ 8, η Αλκινόη
Το σπίτι του Γιώργου , το αναρρωτήριο
Θα σου μιλήσω ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις»
Με σύμβολα λοιπόν, που τον συνδέουν με την καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης, αλλά ταυτόχρονα με την Ιστορία και την Μικροϊστορία της, επιχειρεί ο Αναγνωστάκης να μας περάσει τα δικά του ποιητικά μηνύματα. Ενσταλάζει μέσα μας την πολιτική του πικρία, την εμπειρία της ήττας της αριστεράς, της μοναξιάς του ανθρώπου του άστεως, την προσωπική του μελαγχολία. Η ενσωμάτωση στην νέα αστική πραγματικότητα γίνεται αργά και βασανιστικά, καθώς η πόλη δεν μπορεί να συντηρήσει το όραμα της κοινωνικής αλλαγής που έχει διαποτίσει τη σκέψη και στοιχειώσει τη ζωή του. Αυτά που συμβαίνουν έχουν κάποια σημασία, αλλά αυτά που χάθηκαν είναι πολύ περισσότερα και πολυσήμαντα. Η μάχη έχει δοθεί στο βάθος των πραγμάτων και έχει απολεσθεί μαζί με τις φαντασιώσεις του παρελθόντος. Ο ποιητής λοιπόν, μας καταθέσει μελαγχολικά τους πολύτιμους στίχους του, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως υστερόγραφο στα πολιτικά του συμπεράσματα από την εμπλοκή του στις πολυτάραχες δεκαετίες της νεώτερης Ελλάδας.
Υψώνεται το μέγαρο της τράπεζας συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουν
Από τα τόσα τροχοφόρα…..»
Εδώ η πολυσυζητημένη οδός Αιγύπτου δεν προσδιορίζει μια περιοχή, αλλά κάποιες κοινωνικές διεργασίες που έχουν ήδη συντελεστεί, το μέγαρο της τράπεζας συναλλαγών δεν σηματοδοτεί ένα κτίριο, αλλά ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως δεν αποτελούν σημεία αναφοράς της πόλης, αλλά αφορμές για να εκφραστεί ποιητικά η κοινωνική αμφισβήτηση. Η πόλη ξανακτίζεται στην ποίηση του Αναγνωστάκη αλλά ενσωματώνει στα τοπία της τη μεταπολεμική δοκιμασία της , γίνεται το περίβλημα μιας εχθρικής και αλλότριας για τον ποιητή, φοράς των πραγμάτων. Στα τοπωνύμια ελλοχεύουν μνήμες που συνδέθηκαν κατά καιρούς με τραυματικά βιώματα. Τα χωρικά σημεία της πόλης μετατρέπονται σε στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού και παράγουν πολιτικούς συνειρμούς . Το όραμα της πόλης είναι τοποθετημένο στη σκιά της πολιτικής αγωνίας του τόπου και του ποιητή.
Είναι όμως το σύνολο αυτών των αναφορών η Θεσσαλονίκη, ή θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη πόλη; Ο Αναγνωστάκης δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ για το ζήτημα παρά μονάχα στο μέτρο που τον βοηθά να τακτοποιήσει τις ποιητικές αναζητήσεις του. Χρησιμοποιεί τους συμβολισμούς της πόλης ως κώδικες του προσωπικού του ιδιώματος, καθώς προκαλούν ισχυρές και κυρίως συλλογικές αλληγορίες που μπορεί να τις μοιραστεί με τους άλλους. Ο ίδιος δηλώνει άλλωστε σαφώς, υπέρ της αξίας των συμβόλων στην πολιτική σκέψη, αλλά και στην ποιητική γραφή.
«Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη , ο Ραούλ ,η οδός Αιγύπτου ,
Η 3η Μαίου , το τραμ 8, η Αλκινόη
Το σπίτι του Γιώργου , το αναρρωτήριο
Θα σου μιλήσω ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις»
Με σύμβολα λοιπόν, που τον συνδέουν με την καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης, αλλά ταυτόχρονα με την Ιστορία και την Μικροϊστορία της, επιχειρεί ο Αναγνωστάκης να μας περάσει τα δικά του ποιητικά μηνύματα. Ενσταλάζει μέσα μας την πολιτική του πικρία, την εμπειρία της ήττας της αριστεράς, της μοναξιάς του ανθρώπου του άστεως, την προσωπική του μελαγχολία. Η ενσωμάτωση στην νέα αστική πραγματικότητα γίνεται αργά και βασανιστικά, καθώς η πόλη δεν μπορεί να συντηρήσει το όραμα της κοινωνικής αλλαγής που έχει διαποτίσει τη σκέψη και στοιχειώσει τη ζωή του. Αυτά που συμβαίνουν έχουν κάποια σημασία, αλλά αυτά που χάθηκαν είναι πολύ περισσότερα και πολυσήμαντα. Η μάχη έχει δοθεί στο βάθος των πραγμάτων και έχει απολεσθεί μαζί με τις φαντασιώσεις του παρελθόντος. Ο ποιητής λοιπόν, μας καταθέσει μελαγχολικά τους πολύτιμους στίχους του, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως υστερόγραφο στα πολιτικά του συμπεράσματα από την εμπλοκή του στις πολυτάραχες δεκαετίες της νεώτερης Ελλάδας.
No comments:
Post a Comment