Wednesday, April 3, 2019

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Φρακταλ

✔ Κατερίνα Καριζώνη: «Δεν γίναμε πιο σοφοί με όσα περάσαμε»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //


«Δεν έχω καλή σχέση με το παρόν, με την σύγχρονη πραγματικότητα. Με στενοχωρεί, με πνίγει, δεν μου φτάνει και προτιμώ να διαφεύγω στο χρόνο. Στο παρελθόν νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Βρίσκω τα πράγματα πιο τακτοποιημένα, πιο κατασταλαγμένα, ίσως εξαιτίας της  χρονικής απόστασης που τα χωρίζουν από μας.» Υποστηρίζει η συγγραφέας Κατερίνα Καριζώνη, μισή μανιάτισσα που μένει στη Θεσσαλονίκη αλλ’ ο πύργος της βρίσκεται στα Χαριά της Μάνης. Και μας παραδίδει το μεγάλο της πειρατικό μυθιστόρημα «Το λυκόφως του Αιγαίου» που θα βρίσκεται στις προθήκες στις 2 Απριλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο μεταξύ στον Φιλελεύθερο η συγγραφέας του είπε τα πάντα: για τους πειρατές και το Αιγαίο, για τη συμφωνία των Πρεσπών και για το ιστορικό μυθιστόρημα.

-Αρχίζω να πιστεύω ότι έχετε άλυτα θέματα με τους πειρατές και με την πειρατεία, κυρία Καριζώνη! Αυτή τη φορά φτάσατε μέχρι τη Μάλτα! «Το λυκόφως του Αιγαίου» που περιμένουμε δεν γράφτηκε αβρόχοις ποσί…
Όχι, δεν γράφτηκε αβρόχοις ποσί όπως λέτε, ερεύνησα, μελέτησα, μόχθησα, έψαξα σε αρχεία και σε βιβλιοθήκες από τη Μάνη μέχρι τη Βαλέτα, με στοίχειωνε χρόνια το θέμα, μου έγινε έμμονη ιδέα. Όλα ξεκίνησαν όμως όταν ανακάλυψα ένα παλιό άκοπο βιβλίο του  Ν. Α. Κεφαλληνιάδη για τους κουρσάρους του Αιγαίου στη Δημοτική βιβλιοθήκη της Αρεόπολης κάτω από τόνους σκόνης. Αυτό το βιβλίο στάθηκε μοιραίο για μένα. Από τότε άρχισε μια μεγάλη και συναρπαστική περιπέτεια, ένα φανταστικό ταξίδι στο χρόνο. Από τότε με πήραν μαζί τους στα πέλαγα οι πειρατές.

-Και όντως, Το λυκόφως του Αιγαίου είναι το τέταρτο μυθιστόρημά σας στη συγκεκριμένη θεματολογία. Έχουν προηγηθεί τα βιβλία Ο χάρτης των ονείρων (2011), Ο Μονόφθαλμος (2009), Μεγάλο Αλγέρι (2006) και μια δεκαετής έρευνα… Τι έχει τώρα «Το λυκόφως του Αιγαίου» που δεν είχαν όλα τα προηγούμενα;
Το Λυκόφως του Αιγαίου αποτελεί μια ανασύνθεση όλων των επιμέρους στοιχείων που περιέχουν τα προηγούμενα βιβλία, μια καθολική προσέγγιση  του πειρατικού φαινομένου μέσα από τους όρους της λογοτεχνίας φυσικά. Είναι ένα μεγάλο πανόραμα της πειρατείας στο Αιγαίο. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη το «Μεγάλο Αλγέρι» ήταν η ιστορία της βεντέτας της οικογένειάς μου από τη Μάνη. Η Μάνη συνδέεται άρρηκτα με την πειρατεία, καθώς οι Μανιάτες ήταν επαγγελματίες πειρατές. Στο βιβλίο γίνεται μια πρώτη προσέγγιση των Κακαβούληδων, των περίφημων πειρατών της στεριάς της Μάνης και της δράσης τους. «Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες» περιέχει κάποιες προσωπογραφίες μεγάλων πειρατών του Αιγαίου που ξεχώρισα, αλλά πρόκειται ουσιαστικά για διηγήματα. «Ο χάρτης των ονείρων» πραγματεύεται την ζωή ενός χαρτογράφου από την Πάρο που έζησε στα χρόνια του Μπαρμπαρόσα. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν ένας διαβόητος πειρατής ελληνικής καταγωγής που κυρίευσε ολόκληρο το Αιγαίο και το παρέδωσε στους Οθωμανούς. Το βιβλίο περιγράφει άγνωστες πτυχές της πολιορκίας της Πάρου και της Νάξου από τον Μπαρμπαρόσα και παρέχει πληροφορίες που συνδέονται με την κατάλυση της Ενετοκρατίας στο Αρχιπέλαγος. Έγραψα επίσης κι ένα ιστορικό λεύκωμα σε συνεργασία με δυο άλλους ερευνητές για την πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο.

-Κυρία Καριζώνη, τι είναι οι πειρατές, τελικά, για σας;
Είναι πλάσματα μυθικά, επαναστάτες του καιρού τους, ακραίοι και παράφοροι πολεμιστές, κακούργοι και ενίοτε φιλάνθρωποι, παράλογοι και αλαφροϊσκιωτοι, γι’ αυτό και υπέρμετρα γοητευτικοί, ιππότες αλλά και φονιάδες. Πρόκειται για εκρηκτικές προσωπικότητες που έζησαν στο κοινωνικό περιθώριο, αντιμετώπιζαν καθημερινά το θάνατο, κυνηγούσαν το όραμά τους, την περιπέτεια και την ελευθερία. Υμνήθηκαν από τη λαϊκή παράδοση και σε πολλές περιπτώσεις έγιναν σύμβολα ηρωισμού. Αυτοί οι πειρατές με τους οποίους ασχολούμαι εγώ στο τελευταίο μυθιστόρημα τα έβαλαν με μια ολόκληρη αυτοκρατορία, την οθωμανική, πολέμησαν το κατεστημένο της εποχής τους και έγραψαν ιστορία στη θάλασσα. Το κυριότερο όμως βοήθησαν τους Έλληνες να αντισταθούν στον τουρκικό ζυγό και προλειάναν το έδαφος για την ελληνική επανάσταση, τόσο με τις πράξεις τους, όσο και με το ελεύθερο φρόνημά τους. Δεν κρύβω βέβαια τις ληστρικές επιδρομές, την αρπακτικότητά τους σε βάρος των νησιωτικών πληθυσμών, τις ακρότητες και τις βιαιοπραγίες τους. Ούτε και τη διαπλοκή τους με ηγεμόνες και ιπποτικά τάγματα, όπως αυτά της Μάλτας και της Τοσκάνης. Αυτά φωτίζω περισσότερο.

-Και κατά πόσο είναι ιστορία και κατά πόσο μυθοπλασία το καινούργιο σας μυθιστόρημα;
Είναι συνδυασμός. Δεν θέλησα να αλλάξω τις πραγματικές ιστορίες των πειρατών γιατί είναι πολύ δυνατές, αλλά οι χαρακτήρες, οι σχέσεις των πειρατών μεταξύ τους, η καθημερινότητά τους, οι έρωτες και τα πάθη τους και πολλά άλλα γεγονότα που περιγράφω είναι προϊόν μυθοπλασίας. Δεν μπορούσαν να είναι διαφορετικά, καθώς δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τη ζωή των πειρατών. Οι πειρατές δεν άφηναν πίσω τους γραπτά μνημεία και ούτε ενδιαφέρονταν να αφήσουν. Ήταν άνθρωποι της δράσης, επιχειρηματίες και θαλασσοπόροι.

-Τι μπορεί να προσεγγίσει ένας συγγραφέας μέσα από το ιστορικό μυθιστόρημα που δεν μπορεί να προσεγγίσει μέσα από το σύγχρονο;
Τη γνώση, την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, να δει στον καθρέφτη του χρόνου τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα που απ’  ό,τι φαίνεται δεν λύθηκαν ποτέ. Δεν βλέπετε τι γίνεται σήμερα στο Αιγαίο;  Ό,τι γινόταν και πριν από αιώνες. Συγκρούεται η Δύση με την Ανατολή. Πόσο οικείο το θέμα! Και ποιοι είναι οι σύγχρονοι πειρατές; Αυτοί που τώρα αναζητούν τον πλούτο στα σπλάχνα του Αιγαίου, όπως οι πειρατές αναζητούσαν τότε τον πλούτο στα νερά του πολυτάραχου αυτού πελάγους, από όπου περνούσαν όλοι οι δρόμοι του εμπορίου ανάμεσα στην Εσπερία και τον Λεβάντε.


-Ποιες εποχές είναι οι εποχές σας και γιατί;
Δεν έχω καλή σχέση με το παρόν, με την σύγχρονη πραγματικότητα. Με στενοχωρεί, με πνίγει, δεν μου φτάνει και προτιμώ να διαφεύγω στο χρόνο. Στο παρελθόν νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Βρίσκω τα πράγματα πιο τακτοποιημένα, πιο κατασταλαγμένα, ίσως εξαιτίας της  χρονικής απόστασης που τα χωρίζουν από μας. Έχω γράψει μυθιστορήματα που κινούνται από το Βυζάντιο, τον 19ο αιώνα μέχρι την Κατοχή. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει να γράψω κάτι σύγχρονο στο μέλλον. Γενικά όμως έχω μια αμηχανία με το παρόν. Νιώθω ότι ζούμε μια περίοδο παρακμής, ένα νέο μεσαίωνα, βρισκόμαστε σε μια σκοτεινή καμπή του πολιτισμού. Αν και οι παλιότερες εποχές δεν ήταν πιο φωτεινές. Ειδικά για τον Ελληνισμό δεν ξέρω ποια ήταν η καλύτερη εποχή του.

-Υπάρχουν εποχές που προσεγγίζουν ή που μοιάζουν με την εποχή μας, που θα μπορούσαμε να διδαχθούμε απ’ αυτές και να αποφύγουμε ολέθρια λάθη; Ή ποτέ δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας;
Το τελευταίο βιβλίο μου ήταν «Η πόλη των αθώων» που πραγματεύεται την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλονίκη. Πόσο μου θύμισε την σύγχρονη Κατοχή της Ελλάδας απ’ τους περιώνυμους «δανειστές» μας. Λείπει βέβαια εν προκειμένω ο στρατός. Η σημερινή Κατοχή όμως δεν χρειάζεται στρατούς, γίνεται με οικονομικούς όρους και όπως τότε τα ίδια τα πρόσωπα βρίσκονται πάλι στο προσκήνιο. Δεν γίναμε πιο σοφοί με όσα περάσαμε. Υπάρχει μια ελαφρότητα στην πολιτική ζωή, μια αμεριμνησία που μας οδηγεί στα ίδια λάθη, μια επικίνδυνη αβελτηρία για το μέλλον μας ως έθνος.

-Η ιστορία κάνει κύκλους; Επαναλαμβάνεται; Κυρία Καριζώνη;
Δεν θα έλεγα πως τα γεγονότα επαναλαμβάνονται, έτσι όπως τα γνωρίσαμε, αλλά τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων επαναλαμβάνονται και οδηγούν σε παρόμοιες καταστάσεις. Οι καλύτερες ιδέες οδηγούν στις μεγαλύτερες αθλιότητες, οι καλύτερες θεωρίες όταν εφαρμόζονται ακυρώνονται στην πράξη, οι μεγαλύτερες επαναστάσεις φέρνουν καινούργιους και σκληρότερους δυνάστες. Η αλαζονεία και η ύβρις που καταλαμβάνουν τα πρόσωπα της εξουσίας και οι συμφορές που προκαλούν στους υπόλοιπους, είναι το σταθερό μοτίβο της Ιστορίας. Κι αυτό, ναι, επαναλαμβάνεται παντού και πάντα. Θαρρείς και είναι κατάρα.

-Τι πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Πρέπει να έχει κάτι ξεχωριστό για να με κεντρίσει. Μπορεί αυτό το κάτι να μην είναι πάντα θετικό. Μπορεί ο ήρωάς μου να είναι ένα άτομο αντικοινωνικό, όπως οι πειρατές ας πούμε, ή πληγωμένο, ή αγνοημένο. Αυτά τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους με ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από τις ευχάριστες και πετυχημένες ζωές των ανθρώπων που συνήθως με απωθούν σαν συγγραφέα.

-Μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Μια ιστορία πρέπει να έχει κάτι σημαντικό να πει, πέρα απ’ τα γεγονότα της. Πρέπει να παραπέμπει σε κάποιες αρχές, κάποιες αξίες, κάποιους δυνατούς συμβολισμούς, τουλάχιστον για μένα. Θα έλεγα να δίνει τροφή στον αναγνώστη για να σκεφτεί, να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα, να ταυτιστεί με τους ήρωες, ή και να διδαχθεί απ’ αυτούς. Η  λογοτεχνία μπορεί να έχει και μια διδακτική πλευρά, να σε ταρακουνήσει, να σε αφυπνίσει, να αρχίσεις να αναρωτιέσαι και να σκέφτεσαι.

-Ποίηση, παραμύθια, ιστορικό μυθιστόρημα, νουάρ μυθιστόρημα, πειρατεία, κυρία Καριζώνη, πιστεύετε ότι οι προτιμήσεις σας, οι αγάπες σας, έχουν κοινή ρίζα;
Είναι αλήθεια ότι δοκιμάστηκα σε πολλά είδη γραφής. Μου άρεσαν όλα. Αλλά δεν μου έφταναν πάντα. Άρχισα από την ποίηση, την οποία ουδέποτε εγκατέλειψα και συνέχισα με παραμύθια, μυθιστορήματα, ακόμα κι αστυνομικά. Ωστόσο θεωρώ ότι παραμένω ποιήτρια κι αυτό είναι τύχη, γιατί μπορώ να δω τα πράγματα με τη συνθετική ματιά του ποιητή και να κάνω πιο εύκολα την υπέρβαση στο όνειρο και στο μύθο. Το μυθιστόρημα είναι για μένα ένα μακροσκελές ποίημα. Χρειάζεται τη σύνθεση  για να το ολοκληρώσεις κι αυτό το διδάχτηκα από την θητεία μου στην ποίηση. Το παραμύθι βγαίνει απ’ τις ίδιες διαδρομές που βγαίνουν και τα ποιήματα. Είναι η ποίηση σε πεζογραφικούς όρους. Στο μυθιστόρημα έχουμε την αφήγηση. Χωρίς την ποιητική μετουσίωση όμως καταλήγουμε σε μια απλή πεζοπορία και «πεζολογία». Θα έλεγα πως τα χρησιμοποιώ όλα μαζί τα παραπάνω προς όφελος της μυθιστορηματικής γραφής.

-Βέβαια, είναι κι αυτή η μεγάλη αντίφαση, Χορτιάτης, Θερμαϊκός και Μάνη, έχετε –αν δεν κάνω λάθος, που δεν κάνω, κι έναν πύργο στην Μάνη…. Μήπως είναι και λίγο χρέος το πειρατικό μυθιστόρημα;
Δεν κάνετε καθόλου λάθος. Τη Μάνη την θεωρώ  πατρίδα μου παρόλο που γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη. Έχουμε μακρά οικογενειακή ιστορία στη Μάνη με βεντέτες, πύργους και πειρατές. Κατάγομαι απ’ τη Χαριά της Μέσα Μάνης, ένα χωριό κοντά στην Αρεόπολη. Εκεί ήταν όλοι πειρατές της στεριάς, Κακαβούληδες. Εκεί ζούσαν και οι περίφημες γυναίκες του Δυρού που πέταξαν τον Ιμπραήμ πασά στη θάλασσα. Κάποια απ’ αυτές ήταν προγιαγιά μου.  Όταν τα κατάλαβα όλα αυτά άρχισα να νιώθω ότι ήταν χρέος μου να γράψω για τους πειρατές. Όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά με οδηγούσαν σ’ αυτό το θέμα. Άλλωστε η Μάνη στάθηκε η αρχική αφορμή, όταν βρήκα εκείνο το βιβλίο στην Αρεόπολη. Είναι κι ο ερειπωμένος πύργος μου στην Χαριά στοιχειωμένος απ’ την τελευταία βεντέτα που με φωνάζει κάθε τόσο. Η Θεσσαλονίκη έχει μια άλλη κουλτούρα, αστική, κοσμοπολίτικη. Νομίζω πως διχάζομαι ανάμεσα σε δυο αντιφατικούς τόπους. Ωστόσο η Θεσσαλονίκη διαθέτει τεράστια και εντυπωσιακή ιστορία, την οποία έχω τιμήσει σε δυο μυθιστορήματα. Αλλά η καρδιά μου ανήκει στη Μάνη.


-Η συγγραφή είναι χρέος; Αλήθεια γιατί γράφουμε; Εσείς;
Νομίζω πως ο καθένας το αντιμετωπίζει διαφορετικά. Για μένα είναι χρέος, αλλά είναι και κάτι πιο βαθύ, υπαρξιακό και παράλογο. Από παιδάκι πίστευα πως έπρεπε να γράφω για να μη πεθάνω. Και τώρα το ίδιο νιώθω. Είναι ένας τρόπος να επιβιώνω, όχι βέβαια οικονομικά, γι’ αυτό και άσκησα το επάγγελμα του τραπεζικού υπαλλήλου επί χρόνια. Το γράψιμο με βοηθάει να επιβιώνω πνευματικά. Να μη σβήνει η φλόγα της δημιουργίας. Αυτό φοβόμουν πάντα και γι’ αυτό γράφω. Από φόβο.

-Έχετε επισημάνει τις λογοτεχνικές εμμονές σας;
Ναι. Έχω εμμονή με τους μοναχούς και το μοναχικό βίο. Απ’ όλα τα μυθιστορήματά μου περνούν καλόγεροι. Ακόμα και από τα πειρατικά. Άλλωστε στη Μάνη οι καλόγεροι συμμετείχαν στα ρεσάλτα, όπως και στα νησιά, οι μοναχοί είχαν σημαντικό μερίδιο στην πειρατική λεία. Οι πειρατές με στοιχειώνουν συνεχώς, οι θάλασσες με κυνηγούν, το φάντασμα της παλιάς Θεσσαλονίκης με ακολουθεί, η Μάνη με καλεί κάθε τόσο. Μια άλλη μεγάλη εμμονή μου είναι η Αλεξάνδρεια και η  Ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Το διδακτορικό μου ήταν για την ελληνική παροικία της Αιγύπτου και το τραπεζικό κεφάλαιο. Πριν από χρόνια έγραψα ένα μυθιστόρημα που λέγεται «Τσάι με τον Καβάφη», που εκτυλίσσεται στην Αλεξάνδρεια στο Μεσοπόλεμο. Νομίζω μάλιστα πως η Αλεξάνδρεια θα είναι και το επόμενο μυθιστόρημά μου.

-Οι Θεσσαλονικείς αντιμετωπίζετε με μεγαλύτερη ευαισθησία την συμφωνία των Πρεσπών;
Ευνόητο είναι. Είμαστε πιο κοντά στην περιοχή και το θέμα μας αφορά άμεσα. Οτιδήποτε συμβεί θα είμαστε οι πρώτοι αποδέκτες και θα υποστούμε τις μεγαλύτερες συνέπειες. Ενδιατρίβοντας  μάλιστα στην Ιστορία, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι τα Βαλκάνια ήταν πάντα μια εύθραυστη και εύφλεκτη περιοχή και δεν ησύχασε ποτέ από περιπέτειες. Ούτε και στις μέρες μας, το βλέπετε. Και η βόρεια Ελλάδα κουβαλάει πολλές τραυματικές μνήμες.

-Και η Θεσσαλονίκη σας έχει απασχολήσει συγγραφικά, έτσι δεν είναι;
Η Θεσσαλονίκη μου έδωσε το έναυσμα και το υλικό για να γράψω δυο μυθιστορήματα. Το «Βαλς στην ομίχλη» που είναι ένα αστυνομικό στην παλιά Θεσσαλονίκη στο τέλος του 19ου αιώνα και την «Πόλη των Αθώων» που αναφέρεται στην Κατοχή, στην Εθνική Αντίσταση, αλλά και σ΄ ένα άλλο θέμα που δεν είναι τόσο γνωστό: την προσπάθεια αρπαγής των θησαυρών του Αγίου Όρους από τους Ναζί. Πρόκειται για ιστορίες που μου αφηγήθηκαν δικά μου πρόσωπα που έζησαν από κοντά τα γεγονότα.

-Να τελειώσουμε με το ταξίδι στη Μάλτα; Τι σας είπαν εκεί οι πειρατές σας; Αλήθεια υπάρχουν ακόμα πειρατές; Ποιους θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σήμερα έτσι;
Στη Μάλτα πήγα για να ολοκληρώσω την εικόνα και να πάρω πληροφορίες για τους Μαλτέζους πειρατές. Οι πειρατές της Μάλτας ήταν νόμιμοι, είχαν τον τίτλο του ιππότη και την άδεια από τον Μέγα Μάγιστρο να ασκούν πειρατεία στη Μεσόγειο. Σκοπός τους ήταν ο πόλεμος με τους Οθωμανούς και το Ισλάμ, αλλά ταυτόχρονα κυνηγούσαν και την τύχη τους. Πολλοί ήταν αριστοκράτες που άφησαν την χλιδάτη ζωή τους γιατί η πειρατεία ήταν της μόδας τον 17ο αιώνα. Οι Μαλτέζοι διέθεταν ένα καλοστημένο μηχανισμό διανομής της πειρατικής λείας ανάμεσα στα μέλη της υψηλής κοινωνίας. Όλα αυτά τα αναλύω στο μυθιστόρημά μου «Το Λυκόφως του Αιγαίου» με πολλές λεπτομέρειες. Σήμερα ναι, υπάρχουν ακόμα πειρατές, όπως στη Σομαλία για παράδειγμα, αλλά είναι πειρατές χωρίς μυθολογία.

-Σε τι άλλαξαν αυτά τα δέκα χρόνια τη ζωή σας;
Διαβάζοντας Ιστορία και γράφοντας λογοτεχνία, ένιωσα ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος.



Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο


No comments: