O ράφτης Ραντοσλάβ από το 1470
Θ΄ αφήσω απόψε τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά
για νά ρθει πετώντας ο ράφτης Ραντοσλάβ
κραδαίνοντας το χάλκινο ψαλίδι του
ανεμίζοντας τη σάπια του κλωστή μέσα στην καταχνιά.
Θα φέρει τα ρούχα των νεκρών
για να τα σιδερώσω
τις ξηλωμένες τους ψυχές μες σ΄ ένα δίχτυ
σαν ένα κοπάδι πεθαμένες πεταλούδες.
Θ΄ ανάψω πάλι εκείνο το κιτρινισμένο φως
στο πορτατίφ
και θα λαδώσω καλά τους μεντεσέδες
για να μην τρίζουν όταν πιάνει ο βοριάς
θα βάλω ακόμα την τσαγιέρα στη φωτιά
και τα αναμμένα κάρβουνα στο σίδερο
γιατί ξέρω, πως φοβάται την αυγή ο Ραντοσλάβ
κι όταν καμιά φορά καθυστερώ, θυμώνει
και μου ράβει τα βλέφαρα
και μου παίρνει αυτούς που αγαπώ.
1 comment:
Άδικη μοίρα καμιά φορά, κλέβει και τη μνήμη.
Φορά ένα ξεθωριασμένο γιλεκάκι με ρολογάκι χρυσό στο τσεπάκι
χτυπά το μπαστούνι καθώς περπατά να δηλώσει παρουσία
και μιλά.
Απαιτεί, απαιτεί να διορθώσεις υφάσματα γερασμένα που κακοέραψε
κι εσύ απλά τον περιμένεις
ντυμένη με το ρούχο της υπομονής
λησμονώντας κάποτε το τίμημα της χρονοτριβής…
Post a Comment